Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

απειλή

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήηαπειλήοιαπειλές
      γενικήτηςαπειλήςτωναπειλών
    αιτιατικήτηναπειλήτιςαπειλές
     κλητικήαπειλήαπειλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απειλή <αρχαία ελληνικήἀπειλή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απειλήθηλυκό

  1. ενδεχόμενηζημιά, σωματική ή άλλη βλάβη που θα προκαλέσει κάποιος αν ο στόχος του δενσυμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του
    ηαπειλή της απεργίας των εργαζομένων ήταν αρκετή ώστε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα τους από την εργοδοσία
  2. μιαδυσάρεστη εξέλιξη που μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν αλλάξει κάτι
    κοιτάζαμε τα μαύρα σύννεφα που έφεραν τηναπειλή βροχής
  3. οτιδήποτε γίνεται αντιληπτό ωςκίνδυνος
    μάθαμε από καιρό να ζούμε υπό τηναπειλή σεισμών

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απειλή&oldid=7124509"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp