Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

ανεβαίνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετεεπεκτείνοντάς το λήμμα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεβαίνω <αρχαία ελληνική ἀναβαίνω

ανεβαίνω

  1. μετακινούμαι,μετατοπίζομαι σε σημείο που, κατά την εκτίμησή μου, βρίσκεται πιοψηλά (γεωγραφικά, ηθικά, πολιτικά κλπ.) σε σχέση με το προηγούμενο
    • (για χώρο π.χ. βουνό, σκάλα, κτίριο) πηγαίνω σε ψηλότερο σημείο του αντίστοιχου χώρου ή προς το βορρά ή προς κάποια τοποθεσία
      ο ήλιοςέχει ανέβει ψηλά στον ουρανό
      το ασανσέρανεβαίνει μέχρι τον πέμπτο όροφο
    • (για τοποθεσία) πηγαίνω προς το βορρά ή προς κάποια τοποθεσία που θεωρώ ότι είναι πιο ψηλά
      ανέβηκα στην πόλη για να πάρω ένα δώρο για το Γιώργο που γιορτάζει
    • (ηθικά, πολιτικά κλπ) αποκτώ μεγαλύτερη αξία
      με αυτόν τον τρόποθα ανέβεις στην εκτίμηση όλων
    • (ειδικότερα) (για μεταφορικό μέσο)επιβιβάζομαι
      πρέπει ναανέβουν όλοι στο λεωφορείο για να ξεκινήσει
    • (για κάτι που έχει βαθμίδες ή αρίθμηση ή ιεραρχία) αποκτώ μεγαλύτερη τιμή
      ανανέβεις λίγο (πάνω από την τιμή που προαναφέρθηκε) θα κλείσει η συμφωνία
      ανέβηκε η βενζίνη (η τιμή της βενζίνης)
      πάλι μουανέβηκε το ζάχαρο, η πίεση, τα τριγλυκερίδια κλπ
  2. (κατ’ επέκταση) αποκτώ το αντίστοιχο αξίωμα ή τη θέση
    ανεβαίνω στο θρόνο (ενθρονίζομαι, γίνομαι βασιλιάς)
    και τότεανέβηκε στην εξουσία ο θείος του

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
   Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπαΕνεστώταςΠαρατατικόςΕξ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΜετοχή
α' ενικ.ανεβαίνωανέβαιναθα ανεβαίνωνα ανεβαίνωανεβαίνοντας
β' ενικ.ανεβαίνειςανέβαινεςθα ανεβαίνειςνα ανεβαίνειςανέβαινε
γ' ενικ.ανεβαίνειανέβαινεθα ανεβαίνεινα ανεβαίνει
α' πληθ.ανεβαίνουμεανεβαίναμεθα ανεβαίνουμενα ανεβαίνουμε
β' πληθ.ανεβαίνετεανεβαίνατεθα ανεβαίνετενα ανεβαίνετεανεβαίνετε
γ' πληθ.ανεβαίνουν(ε)ανέβαιναν
ανεβαίναν(ε)
θα ανεβαίνουν(ε)να ανεβαίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπαΑόριστοςΣυνοπτ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτικήΑπαρέμφατο
α' ενικ.ανέβηκαθα ανέβωνα ανέβωανέβει
β' ενικ.ανέβηκεςθα ανέβειςνα ανέβειςανέβα
γ' ενικ.ανέβηκεθα ανέβεινα ανέβει
α' πληθ.ανεβήκαμεθα ανέβουμενα ανέβουμε
β' πληθ.ανεβήκατεθα ανέβετενα ανέβετεανεβείτε
γ' πληθ.ανέβηκαν
ανεβήκαν(ε)
θα ανέβουν(ε)να ανέβουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπαΠαρακείμενοςΥπερσυντέλικοςΣυντελ. Μέλλ.ΥποτακτικήΠροστακτική
α' ενικ.έχω ανέβειείχα ανέβειθα έχω ανέβεινα έχω ανέβει
β' ενικ.έχεις ανέβειείχες ανέβειθα έχεις ανέβεινα έχεις ανέβει
γ' ενικ.έχει ανέβειείχε ανέβειθα έχει ανέβεινα έχει ανέβει
α' πληθ.έχουμε ανέβειείχαμε ανέβειθα έχουμε ανέβεινα έχουμε ανέβει
β' πληθ.έχετε ανέβειείχατε ανέβειθα έχετε ανέβεινα έχετε ανέβει
γ' πληθ.έχουν ανέβειείχαν ανέβειθα έχουν ανέβεινα έχουν ανέβει


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανεβαίνω&oldid=7127457"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp