Movatterモバイル変換


[0]ホーム

URL:


Μετάβαση στο περιεχόμενο
Βικιλεξικό
Αναζήτηση

ένεση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετεεπεκτείνοντάς το λήμμα
 πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήηένεσηοιενέσεις
      γενικήτηςένεσης*τωνενέσεων
    αιτιατικήτηνένεσητιςενέσεις
     κλητικήένεσηενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος,ενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» -Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ένεση <αρχαία ελληνικήἔνεσις <ἐνίημι <ἐν +ἵημι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ένεσηθηλυκό

  1. ημέθοδοςεισαγωγής ενόςφαρμάκου στοσώμα χάρη σε μιασύριγγα
    ενδοαρτηριακή / ενδοδερμική / ενδομυική / ενδοφλέβια / υποδόριαένεση
  2. (κατ’ επέκταση) ή ίδια ησύριγγα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ένεση&oldid=7124681"
Κατηγορίες:

[8]ページ先頭

©2009-2025 Movatter.jp