ΟιZZ Top είναι αμερικάνικο συγκρότημα τηςροκ μουσικής και σχηματίστηκαν το1969 στοΧιούστον τουΤέξας. Δημιούργησαν ένα χαρακτηριστικό είδος μουσικής, συνδυάζοντας ταμπλουζ τουΤέξας, τομπλουζροκ, το μπούγκι και τοχαρντ ροκ. Είχαν μεγάλη επιτυχία τηδεκαετία του '80, όταν με τις συναυλίες τους γέμιζαν τεράστιες αίθουσες και αθλητικά στάδια. Τόσο η μουσική τους, όσο και η εμφάνισή τους ήταν χαρακτηριστική και πρωτότυπη.
Οι ZZ Top δημιουργήθηκαν από τον κιθαρίσταΜπίλι Γκίμπονς, τον κιμπορντίστα Λάνιερ Γκρέιγκ και το ντράμερ Νταν Μίτσελ. Το1970 κυκλοφόρησαν το πρώτο τους σινγκλ με τίτλο "Salt Lick" και υπέγραψαν συμβόλαιο με την "London Records",[1] ενώ ο Μπόμπι Κάρτλιτζ είχε πάρει τη θέση του Γκρέιγκ και οΦρανκ Μπιρντ είχε αναλάβει τα τύμπανα.[2] Λόγω διαφωνίας με την δισκογραφική εταιρεία, ο Κάρτλιτζ παραιτήθηκε, με τονΝτάστι Χιλ να αναλαμβάνει τομπάσο.
Με τη σύνθεση των Γκίμπονς / Χιλ / Μπιρντ έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στο Μπούμοντ τουΤέξας, στις10 Φεβρουαρίου1970. ΤονΙανουάριο του1971 κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο "ZZ Top's First Album", έχοντας φανερές τιςμπλουζ επιρροές τους.[3] Ακολούθησε το "Rio Grande Mud" ένα χρόνο αργότερα, με το συγκρότημα να πραγματοποιεί το ντεμπούτο του στααμερικάνικα τσαρτ, ωθούμενο από την μικρή επιτυχία του σινγκλ "Francine".
Ο Χιλ και ο Γκίμπονς το 1983
Το1973, κυκλοφόρησαν το χρυσό "Tres Hombres" με τη μεγάλη επιτυχία "La Grange", του οποίου οι στίχοι αναφέρονται σε οίκο ανοχής τουΤέξας. Μετά από μία πολύ επιτυχημένηαμερικάνικη περιοδεία, ακολούθησε το "Fandango!" τονΑπρίλιο του1975, με τους ZZ Top να σκαρφαλώνουν για δεύτερη φορά στο Top-10 τουBillboard, με το τραγούδι "Tush" το οποίο έγινε η δεύτερη μεγάλη επιτυχία τους.[4]
Το1976 ηχογράφησαν το "Tejas", το οποίο παρ' όλο που γνώρισε μικρότερη επιτυχία από τους προκατόχους του, έγινε χρυσό. Μετά από μία παγκόσμια περιοδεία, τα μέλη του συγκροτήματος έκαναν ένα διετές διάλειμμα, κατά το οποίο οι Γκίμπονς και Χιλ άφησαν τα γένια τους να μακρύνουν ως το στήθος τους, χαρακτηριστικό τους γνώρισμα για την υπόλοιπη καριέρα τους.[5]
Οι ZZ Top επανήλθαν με το "Degüello" το1979, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της "Warner Bros. Records".[6] Ο δίσκος έφθασε μόλις στο # 24 τουBillboard, αλλά έχει πλέον γίνει πλατινένιος. Ανάλογη ήταν η επιτυχία του "El Loco" δύο χρόνια αργότερα, αλλά η μεγάλη επιτυχία ήλθε το1983 όταν ο δίσκος "Eliminator" ανέβηκε στο Top-10 συνοδευόμενος από τις μεγάλες επιτυχίες "Gimme All Your Lovin'", "Legs" και "Sharp Dressed Man". Ο δίσκος έχει πλέον γίνει διαμαντένιος στιςΗνωμένες Πολιτείες και τονΚαναδά, ενώ είναι τετραπλά πλατινένιος στηΜεγάλη Βρετανία.[7]
ΤονΟκτώβριο του1985 κυκλοφόρησαν το "Afterburner", το οποίο με τη βοήθεια του Top-10 σινγκλ "Sleeping Bag" έγινε πέντε φορές πλατινένιο, ενώ έφθασε στο # 2 τωνβρετανικών τσαρτ, την υψηλότερη θέση από οποιοδήποτε άλλο δίσκο των ZZ Top.[8][9] Ακολούθησε μία μεγάλη περιοδεία μέχρι το1987, με το συγκρότημα να κάνει άλλο ένα μεγάλο διάλειμμα στη συνέχεια. Το1990, κυκλοφόρησαν το τελευταίο τους άλμπουμ μέσω της "Warner Bros. Records" με τίτλο "Recycler", ανεβαίνοντας στο Top-10 και στις δύο πλευρές τουΑτλαντικού, χωρίς όμως να πλησιάσει τις πωλήσεις των δύο προκατόχων του.
Οι κιθάρες των ZZ Top στο Hard Rock Cafe του Ντάλας
Το1992 κυκλοφόρησαν τη συλλογή "Greatest Hits" με την σινγκλ επιτυχία "Viva Las Vegas".[10] Δύο χρόνια αργότερα, υπέγραψαν συμβόλαιο με την "RCA" και ηχογράφησαν το επιτυχημένο "Antenna", ανεβαίνοντας στο Top-5 των περισσότερωνευρωπαϊκών χωρών.[11] Ακολούθησαν τα "Rhythmeen" (1996) και "XXX" (1999) με πολύ μικρότερη επιτυχία σε σύγκριση με τα άλμπουμ τηςδεκαετίας του '80, αν και η δημοτικότητα των ζωντανών τους εμφανίσεων παρέμενε σε υψηλό επίπεδο. ΤονΑπρίλιο του2003, κυκλοφόρησε ο τελευταίος τους δίσκος σε συνεργασία με την "RCA", με τίτλο "Mescalero".[12]
Το2004, οι ZZ Top εντάχθηκαν στοRock and Roll Hall of Fame.[13] Οι ζωντανές τους εμφανίσεις έγιναν πιο σπάνιες από εκεί και έπειτα, με χαρακτηριστικότερη τη συναυλία τους σαν πρώτο όνομα στο "2009 Houston Livestock Show & Rodeo".[14] Στις11 Σεπτεμβρίου2012 κυκλοφόρησε το 15ο τους άλμπουμ "La Futura", με παραγωγό τον Ρικ Ρούμπιν. Ο δίσκος σκαρφάλωσε στοαμερικάνικο Top-10, φθάνοντας στην υψηλότερη θέση από οποιοδήποτε δίσκο του συγκροτήματος μετά το "Recycler" του1990.[15]