| Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίςπαραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγέςχρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναιεπαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε:{{χωρίς παραπομπές|22|03|2025}} |
Tabula rasa (προφορά: τάμπουλα ράζα) είναι ηλατινική έκφραση του όρου «άγραφος πίνακας».[1] Αναφέρεται στηνεπιστημολογική θεωρία που ορίζει πως ο άνθρωπος δεν γεννιέται με προϋπάρχουσες, έμφυτες γνώσεις, αλλά η γνώση του αποκτάται μέσω της εμπειρίας και αντίληψής του.
ΣτηΔυτική Φιλοσοφία, η έκφραση tabula rasa είναι συνδεδεμένη με το ρεύμα τουεμπειρισμού. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στηλατινική μετάφραση του έργου τουΑριστοτέληΠερὶ Ψυχῆς (Λατινικά:De Anima). Αν και ο όρος είναι κεντρικός στο "Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση" (1690) του Άγγλου εμπειριστήΤζων Λοκ, ο ίδιος χρησιμοποίησε τηναγγλική μορφή του όρου (blank slate). Η λατινική του μορφή ωςtabula rasa εμφανίστηκε στηγαλλική μετάφραση του "Δοκιμίου" από τον Πιέρ Κοστ (1700).
Άλλες χρήσεις του όρουtabula rasa εμφανίζονται στηνπολιτική φιλοσοφία, στηνψυχανάλυση, και σε άλλους τομείς της επιστήμης.
- Honderich T., 2005, The Oxford Companion to Philosophy, Oxford University Press