ΗPricewaterhouseCoopers (PwC) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής υπηρεσιώνλογιστικής, τήρησης βιβλίων καιελέγχου και παροχήςφορολογικών συμβουλών. Συγκροτήθηκε το 1998, έπειτα από τη συγχώνευση τηςPrice Waterhouse καιCoopers & Lybrand οι οποίες είχαν την έδρα τους στοΛονδίνο.
Η PricewaterhouseCoopers κέρδισε συνολικά έσοδα διεθνώς ύψους $25 δισεκατομμύρια για τη χρήση 2007 και προσέλαβε περισσοτέρους από 146.000 υπαλλήλους σε 150 χώρες. ΣτιςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερηιδιωτική επιχείρηση, αναγνωρίζεται ως PricewaterhouseCoopers LLP.
Η εταιρεία δημιουργήθηκε από τησυγχώνευση των δύο εκ των μεγαλυτέρων εταιρειών στον χώρο "Price Waterhouse" και "Coopers & Lybrand" το1998. Έκαστη από αυτές διέθετε πλούσια ιστορία που ξεκινάει από το 19ο αιώνα.
Ο Σάμιουελ Λόουελ Πράις, έναςλογιστής, ξεκίνησε την πρακτική του στο Λονδίνο το 1849.[1] Το 1865 ο Πράις συνεργάστηκε με το Γουίλιαμ Χόπκινς Χόλιλαντ και τον Έντουιν Γουότερχαουζ. Ο Χόλιλαντ αποχώρησε νωρίς για να εργαστεί μόνος του σε λογιστικές εργασίες και η εταιρεία ήταν γνωστή το 1974 ως "Price, Waterhouse & Co". Η αρχική συνεργασία, υπογεγραμμένη από τον Πράις, το Χόλιλαντ και τον Γουότερχαουζ στεγάστηκε στουςSouthwark Towers, ένα από τα πιο ιστορικά γραφεία της PwC στοΛονδίνο που σήμερα βρίσκονται υπό κατεδάφιση.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Price Waterhouse είχε κερδίσει σημαντική αναγνώριση ως λογιστική εταιρεία. Αποτέλεσμα των θερμών συναλλαγών μεταξύ τουΗνωμένου Βασιλείου και τωνΗΠΑ ήταν η εγκαινίαση γραφείου της εταιρείας στηΝέα Υόρκη το 1890[1] και η αμερικανική εταιρεία εξελίχθηκε τάχιστα σε μια καταξιωμένη επιχείρηση. Η αρχικήβρετανική άνοιξε και ένα γραφείο στοΛίβερπουλ το 1904[1], σε άλλες περιοχές στοΗνωμένο Βασίλειο και πολλές χώρες του εξωτερικού, κάθε μία εκ των οποίων εδραίωνε μια ξεχωριστή συνεργασία: η διεθνής πρακτική της PW συνίστατο σε ένα συνασπισμό πολλών συνεργαζόμενων εταιρειών οι οποίες είχαν μεγεθυνθεί σημαντικά και όχι τόσο ως αποτέλεσμα μιας διεθνοποιημένης συγχώνευσης.[1]
Σε μία επόμενη προσπάθεια να αναπτύξειοικονομίες κλίμακας, η PW και ηArthur Andersen συζήτησαν μια πιθανή συγχώνευση το 1989.[2] Παρά ταύτα, οι συνομιλίες δεν ευοδώθηκαν, κυρίως λόγω συγκρούσεων συμφερόντων, όπως οι ισχυρές εμπορικές διασυνδέσεις της Andersen με τηνIBM και η διενέργεια ελέγχων της PW προς τηνΙΒΜ.
Το1854, ο Γουίλιαμ Κούπερ ίδρυσε τη δική του λογιστική εταιρεία στο Λονδίνο, η οποία αποτέλεσε την "Cooper Brothers" επτά χρόνια αργότερα, όταν συνεργάστηκαν μαζί του τα τρία του αδέλφια.[3]
Το 1898 στις ΗΠΑ, ο Ρόμπερτ Χ. Μοντγκόμερι, ο Γουίλιαμ Μ. Λίμπραντ, ο Άνταμ Ρος Τζούνιορ και ο αδελφός του T. Έντουαρντς συγκρότησαν τη Lybrand, Ross Brothers and Montgomery. Η Coopers & Lybrand είναι το αποτέλεσμα της συγχώνευσης το 1957 των Cooper Brothers & Co, Lyrbrand, Ross Bros & Montgomery και τηςκαναδικής εταιρείας McDonald, Curie and Co. Το 1990, σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων και τοΗνωμένο Βασίλειο, η Coopers & Lybrand συγχωνεύθηκε με τηνDeloitte Haskins & Sells ώστε να συγκροτήσει την Coopers & Lybrand Deloitte, η οποία μετονομάσθηκε το 1992 σε Coopers & Lybrand.[4]
Η καταδίκη τηςEnron και τηςWorldcom to 2002, καθώς και η επακολουθούμενη διάλυση της Arthur Andersen είχε ως αποτέλεσμα εκκλήσεις για αυστηρότερους κανόνες τηςΑμερικανικής Επιτροπής Χρεογράφων και Συναλλαγών ως προς την ανεξαρτησία των ελεγκτών.[5] Ένα αποτέλεσμα των εκκλήσεων ήταν και η υιοθέτηση τηςΡύθμισης Sarbanes-Oxley, η οποία απαιτούσε ελεγκτική ανεξαρτησία και διαχωρισμό των βασικών ελεγκτικών υπηρεσιών από τις συμβουλευτικές υπηρεσίες. Απόρροια τούτου ήταν να αποδεσμεύσουν οι Big Four τα ενδιαφέροντά τους από τη διοικητική συμβουλευτική. Μολαταύτα, ένα μεγάλο μέρος των υπηρεσιών ακόμη αφορά την παροχή κατευθύνσεων μαζί με τις ελεγκτικές υπηρεσίες, κυρίως όσο αφορά τηφορολογία και ταχρηματοοικονομικά της εταιρείας.[6]