ΗΣιγκαπούρη, επίσημαΔημοκρατία της Σιγκαπούρης, είναι νησιωτική χώρα νότια τηςΜαλαισίας. Με έκταση μόλις 736,3τετραγωνικά χιλιόμετρα είναι η μικρότερη χώρα τηςΝοτιοανατολικής Ασίας και μπορεί να χαρακτηριστεί μια σύγχρονη πόλη-κράτος. Βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικήςΑσίας και της Μαλαισιανής χερσονήσου, μόλις μία μοίρα βόρεια από τονΙσημερινό.
Η Σιγκαπούρη ήταν μέχρι το 1965 βρετανική αποικία και έκτοτε είναι μέλος τηςΚοινοπολιτείας των Εθνών. Ο πληθυσμός της έχει πολυεθνική σύνθεση, καθώς περιλαμβάνειΚινέζους,Μαλαισιανούς,Ταμίλ καιΕυρωπαίους. Έχει ισχυρή οικονομία και οι κάτοικοί της απολαμβάνουν υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και βιοτικό επίπεδο. Το Σύνταγμα της χώρας ορίζει το πολίτευμα ωςκοινοβουλευτική δημοκρατία, στην πράξη όμως ένα και μόνο κόμμα, τοΛαϊκό Κόμμα Δράσης, μονοπωλεί την εξουσία από τότε που η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της. Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2025, είναι 6.111.200 κάτοικοι.[2]
Η Σιγκαπούρη είναι ένα νησιωτικόμικροκράτος που βρίσκεται στο νότιο άκρο τηςχερσονήσου της Μαλαισίας και ταυτόχρονα στο ανατολικό στόμιο τουπορθμού της Μαλάκκας, ο οποίος είναι μία από τις πιο πολυσύχναστες ακτοπλοϊκές διόδους του πλανήτη. Εκτός του κεντρικού νησιού, του Πουλάου Ουτζόνγκ (Pulau Ujong), περιλαμβάνει άλλα 62 μικρότερα νησιά, από τα οποία τα μεγαλύτερα είναι ταJurong Island,Pulau Tekong,Pulau Ubin καιSentosa.[6] Η Σιγκαπούρη συνδέεται με την ενδοχώρα της Μαλαισίας με δύο γέφυρες. Παράλληλα, νότια της Σιγκαπούρης βρίσκονται τανησιά Ριάου, τα οποία ανήκουν στηνΙνδονησία.
Το κέντρο της πόλης βρίσκεται στον νότο και συγκεκριμένα γύρω από τις εκβολές του ποταμού της Σιγκαπούρης. Παλιότερα αυτή ήταν η μοναδική αστική περιοχή του νησιού, ενώ στο υπόλοιπο υπήρχαν είτε τροπικά δάση είτε γεωργικές εκτάσεις. Τη δεκαετία του 1960 η κυβέρνηση ξεκίνησε ένα στεγαστικό πρόγραμμα κατασκευάζοντας οικισμούς σε διάφορες περιοχές και σήμερα σχεδόν το σύνολο του νησιού είναι αστικοποιημένο. Έτσι σήμερα παραμένει μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα τροπικού δάσους, το προστατευόμενοBukit Timah Nature Reserve. Υπάρχουν επίσης και κάποια πάρκα που διατηρούνται με ανθρώπινη παρέμβαση, όπως οιΒοτανικοί Κήποι της Σιγκαπούρης, οι οποίοι ανακηρύχθηκαν το 2015μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από τηνUNESCO. Σχεδόν το 10% της έκτασης της Σιγκαπούρης καλύπτεται από πάρκα ή καταφύγια φύσης. Το ψηλότερο σημείο είναι ο λόφοςΜπούκιτ Τίμαχ στα 163,6 μέτρα.[7]
Για να αντιμετωπίσει την έλλειψη γης η Σιγκαπούρη εκτελεί έργα επέκτασης στη θάλασσα, με χώμα που προέρχεται από τους λόφους της, τον βυθό της θάλασσας και γειτονικές χώρες. Ως αποτέλεσμα η έκτασή της αυξήθηκε από 581,5 τ.χλμ. το 1960 σε 736,3 τ.χλμ. σήμερα και μπορεί να αυξηθεί κατά άλλα 100 μέχρι το 2030.[8]
Καθώς η Σιγκαπούρη βρίσκεται 137 χιλιόμετρα βόρεια τουΙσημερινού έχειτροπικό κλίμα χωρίς διακριτέςεποχές. Το κλίμα της χαρακτηρίζεται από ομοιόμορφηθερμοκρασία και πίεση, υψηλήυγρασία και άφθονηβροχόπτωση. Οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από 22°C ως 34°C. Κατά μέσο όρο η σχετική υγρασία είναι 90% το πρωί και 60% το απόγευμα. Κατά τις περιόδους παρατεταμένης έντονηςβροχής, η σχετική υγρασία φτάνει το 100%.[9] Οι χαμηλότερες και υψηλότερες θερμοκρασίες που έχουν καταγραφεί ιστορικά είναι 18,4°C και 37,8°C αντίστοιχα. Ο Ιούνιος και ο Ιούλιος είναι οι θερμότεροι μήνες, ενώ ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος αποτελούν την υγρή περίοδο τωνμουσώνων. Στη Σιγκαπούρη δεν χρησιμοποιείταιθερινή ώρα. Η διάρκεια της μέρας είναι σταθερή σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, εξαιτίας της θέσης της χώρας κοντά στονΙσημερινό. Χωρίς φυσικές πηγές πόσιμου νερού, η βασική πηγή νερού στη χώρα είναι η βροχόπτωση και η συλλογή του γίνεται με ειδικές εγκαταστάσεις. Η βροχή παρέχει γύρω στο 50% του νερού της Σιγκαπούρης. Το υπόλοιπο εισάγεται από γειτονικές χώρες, ανακυκλώνεται ή αφαλατώνεται. Σήμερα κατασκευάζονται νέες μονάδες ανακύκλωσης καιαφαλάτωσης, με σκοπό τη μείωση της εξάρτησης από το εξωτερικό.
Το όνομα «Σινγκαπόρα» σημαίνει «Πόλη των λιονταριών», από τις μαλαισιανές λέξεις «σίγκα» (λιοντάρι) και «πόρα» (πόλη).[10] Δόθηκε τον 14ο αιώνα από ένα πρίγκιπα τηςΣουμάτρας, ο οποίος, φτάνοντας στο νησί μετά από μια καταιγίδα παρατήρησε ένα ζώο στην ακτή που έμοιαζε με λιοντάρι.[11] Σήμερα θεωρείται ότι έκανε λάθος, καθώς πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι στη Σιγκαπούρη δεν έζησαν ποτέ λιοντάρια (ούτε καν ασιατικά λιοντάρια) και ότι το ζώο που είδε ο πρίγκιπας ήταν κατά πάσα πιθανότητα μαλαϊκή τίγρις.[12]
Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στη Σιγκαπούρη χρονολογούνται από το δεύτερο αιώνα μ.Χ.[13] Το νησί ήταν κτήση της αυτοκρατορίας της ΣουμάτραSrivijaya και αρχικά είχε τοιαβικό όνομα «Τέμασεκ» (θαλάσσια πόλη). Η Τέμασεκ (ή Τούμασεκ) γρήγορα έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο, αλλά παρήκμασε στα τέλη του 14ου αιώνα. Μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα η Σιγκαπούρη ήταν μέρος του Σουλτανάτου του Τζοχόρ. Κατά τη διάρκεια των πολέμωνΜαλαισίας-Πορτογαλίας το 1613 πυρπολήθηκε από τα πορτογαλικά στρατεύματα. Στη συνέχεια οι Πορτογάλοι είχαν τον έλεγχο του νησιού[14] και τον 17ο αιώνα οι Ολλανδοί, οι οποίοι ήλεγχαν το θαλάσσιο εμπόριο στην περιοχή, αλλά όλο αυτό το διάστημα το νησί ήταν σχεδόν ακατοίκητο.
Η σύγχρονη ιστορία της Σιγκαπούρης ουσιαστικά ξεκινά το 1819 όταν φτάνει στο νησί οΤόμας Στάμφορντ Ραφλς, αξιωματούχος τηςΒρετανικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών. Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες του μέρους ως στρατηγικό σημείο εμπορίου στη Νοτιοανατολική Ασία, ο Ραφλς υπέγραψε συνθήκη με τον σουλτάνο Χουσεΐν Σαχ για να αναπτύξει στη Σιγκαπούρη ένα εμπορικό λιμάνι για λογαριασμό των Βρετανών.[13] Με επόμενη συνθήκη το 1824, το νησί έγινε βρετανική κτήση.[15] Το 1826, η Σιγκαπούρη βρέθηκε υπό την αιγίδα της βρετανικής Ινδίας και πρωτεύουσα της περιοχής το 1836.[16] Την περίοδο κατά την οποία το νησί έγινε βρετανική κτήση, ο πληθυσμός του αριθμούσε μερικές χιλιάδες, κυρίως ιθαγενείς Μαλαισιανούς και μερικούς Κινέζους. Μέχρι τη δεκαετία του 1860, ο πληθυσμός του είχε φτάσει τις 80.000.[17] Πολλοί μετανάστες έφτασαν στη Σιγκαπούρη για να εργαστούν στις φυτείεςκαουτσούκ, του οποίου η Σιγκαπούρη έγινε παγκόσμιος εξαγωγέας.
Άγαλμα τουΤόμας Στάμφορντ Ραφλς που θεωρείται ο ιδρυτής της σύγχρονης Σιγκαπούρης.
Μετά τονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βρετανοί κατασκεύασαν στο νησί μια μεγάλη στρατιωτική βάση. ΣτονΒ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σιγκαπούρη ήταν η κυριότερη στρατιωτική βάση των Βρετανών στη Νοτιοανατολική Ασία. ΟΑυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός εισέβαλε στη Μαλαισία και συνέχεια στη Σιγκαπούρη, καταλήγοντας στην επονομαζόμενηΜάχη της Σιγκαπούρης. Οι ελλιπώς προετοιμασμένοι Βρετανοί ηττήθηκαν σε έξι μέρες και παραδόθηκαν στον στρατηγό Γιαμασίτα (Tomoyuki Yamashita) στις 15 Φεβρουαρίου 1942, γεγονός που σήμερα χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη στρατιωτική ήττα στην ιστορία τηςΒρετανικής Αυτοκρατορίας. Οι Γιαπωνέζοι μετονόμασαν τη Σιγκαπούρη «Σονάντο» που σημαίνει «νότιο νησί που αποκτήθηκε στην εποχή τουΣόβα» και την κατείχαν μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1945, ένα μήνα μετά την παράδοση της Ιαπωνίας, οπότε και ξαναπέρασε στην κυριαρχία των Βρετανών.
Η Σιγκαπούρη απέκτησε αυτονομία μέσα στηΒρετανική Αυτοκρατορία το 1959 με πρωθυπουργό τονΛι Κουάν Γιου. Ανακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία τον Αύγουστο του 1963 και τον Σεπτέμβριο προσχώρησε στην Ομοσπονδία της Μαλαισίας. Η ένωση με τηΜαλαισία δεν ευδοκίμησε, καθώς οι σχέσεις της τοπικής κυβέρνησης του κόμματος PAP με την ομόσπονδη κυβέρνηση τηςΚουάλα Λουμπούρ ήταν κακές. Έτσι στις 9 Αυγούστου 1965 ανακηρύχθηκε επίσημα ανεξάρτητο κράτος.[18] Ο Γιουσόφ μπιν Ισάκ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος και ο Λι Κουάν Γιου παρέμεινε πρωθυπουργός.
Ως ανεξάρτητο νέο κράτος αντιμετώπιζε πρόβλημα επάρκειας φυσικών πόρων, μεγάλη ανεργία, έλλειψη στέγασης και την απειλή διαφυλετικών εντάσεων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του Λι Κουάν Γιου ως πρωθυπουργού από το 1959 έως το 1990 η κυβέρνηση κατάφερε να πετύχει μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Επίσης, δημιουργήθηκε ένα ανεξάρτητο εθνικό σύστημα άμυνας που βασίζεται στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για τους άντρες. Το 1967 έγινε ένα από τα ιδρυτικά μέλη τηςΈνωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το 1990 οΓκο Τσοκ Τονγκ διαδέχτηκε τον Λι ως πρωθυπουργός. Το 2004 οΛι Σιεν Λουνγκ, που είναι ο μεγαλύτερος γιος του Λι Κουάν Γιου, έγινε ο τρίτος πρωθυπουργός της χώρας.
Το πολίτευμα της Σιγκαπούρης είναικοινοβουλευτική δημοκρατία. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, του οποίου ηγείται ο πρωθυπουργός. Αρχηγός του κράτους είναι ο Πρόεδρος της Σιγκαπούρης. Το αξίωμα είναι κυρίως εθιμοτυπικό και έχει περιορισμένες εξουσίες. Προβλέπεται η απ' ευθείας εκλογή του από τον λαό, αλλά μέχρι στιγμής σε όλες τις εκλογές εκτός από μία (το 1993) υπήρχε μόνο ένας υποψήφιος.
Η πολιτική στη Σιγκαπούρη ελέγχεται από ένα κόμμα, τοΛαϊκό Κόμμα Δράσης (People's Action Party - PAP) από τότε που κέρδισε την ανεξαρτησία της. Ως αποτέλεσμα, ξένοι πολιτικοί αναλυτές και πολλά κόμματα της αντιπολίτευσης θεωρούν ότι η Σιγκαπούρη είναι στην ουσία ένα μονοκομματικό κράτος. Στις εκλογές δεν υπάρχει νοθεία, αλλά το PAP κατηγορείται ότι εκμεταλλεύεται το πολιτικό σύστημα προς όφελος του, ότι ασκείλογοκρισία και περιορίζει την αντιπολίτευση. Οι επικριτές του PAP ισχυρίζονται ότι το δικαστικό σύστημα μεροληπτεί υπέρ της κυβέρνησης και ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός των εξουσιών. Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 6 Μαΐου του 2006 το κυβερνών κόμμα PAP κέρδισε 82 έδρες επί συνόλου 84 στο κοινοβούλιο.
Η Βουλή αποτελείται από ένα σώμα (Εθνοσυνέλευση), το οποίο απαρτίζεται από 84 μέλη. Τα τελευταία εκλέγονται για πενταετή θητεία. Το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές παρέχεται από την ηλικία των 21 ετών και άνω. Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική.
Η Σιγκαπούρη έχει μια ανεπτυγμένη οικονομία της αγοράς που θεωρείται εξαιρετικά φιλική στις επιχειρήσεις.[19] Μαζί με τοΧονγκ Κονγκ, τηΝότια Κορέα και τηνΤαϊβάν αναφέρεται ως μία από τις τέσσερις ασιατικές τίγρεις, αν και έχει μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα από τις υπόλοιπες. Η Σιγκαπούρη είναι γνωστή ως μια από τις πιο ελεύθερες,[20] καινοτόμες,[21] ανταγωνιστικές,[22] δυναμικές[23] και φιλικές προς τις εταιρείες[24] χώρες του κόσμου. Ο δείκτης οικονομικής ελευθερίας για το 2015 κατέταξε τη Σιγκαπούρη ως τη δεύτερη πιο ελεύθερη οικονομία στον κόσμο. Επίσης, η Σιγκαπούρη κατατάσσεται συχνά ανάμεσα στις χώρες με τη λιγότερηδιαφθορά, μαζί με τη Νέα Ζηλανδία και τις σκανδιναβικές χώρες. Η Σιγκαπούρη διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστόεκατομμυριούχων στον κόσμο, με ένα στα έξι νοικοκυριά να έχουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ αναλώσιμο πλούτο. Αυτό δεν περιλαμβάνει ιδιοκτησία, εταιρείες και πολυτελή αγαθά, τα οποία θα αύξαναν το ποσοστό εκατομμυριούχων, καθώς η περιουσία στη Σιγκαπούρη είναι ανάμεσα στις ακριβότερες του κόσμου.[25] Η Σιγκαπούρη δε διαθέτει ελάχιστο μισθό, θεωρώντας ότι έτσι μειώνεται η ανταγωνιστικότητά της. Επίσης, έχει μια από τις μεγαλύτερες ανισότητες στην κατανομή πλούτου ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες.[26][27]
Μεγάλη ώθηση δίνει η γεωγραφική της θέση και ο ρόλος της ως διεθνές κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο σε διακίνηση αγαθών.[28] Η οικονομία βασίζεται επίσης στις εξαγωγές μεταποιημένων εισαγόμενων πρώτων υλών. Η βιομηχανία μεταποίησης είχε αποτελέσει το 26% του ΑΕΠ το 2005 και συνεχίζει να ακμάζει, καθώς περιλαμβάνει ηλεκτρονικά, πετρελαιοειδή, χημικά, μηχανολογικά και βιοϊατρικά προϊόντα. Η Σιγκαπούρη είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά τζόγου-καζίνο,[29] το τρίτο μεγαλύτερο κέντρο διύλισης και εμπορίας πετρελαίου, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής πλατφορμών πετρελαίου και κύριος κόμβος επιδιόρθωσης πλοίων,[30][31][32] καθώς και ο μεγαλύτερος κόμβος παγκοσμίως για logistics.[33] Σημαντικός τομέας είναι και ο τουρισμός, καθώς η Σιγκαπούρη είναι δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Περίπου 9,7 εκατομμύρια τουρίστες την επισκέφτηκαν το 2006.[34] Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 15,2 εκατομμύρια το 2015.[35]
Η Σιγκαπούρη είναι το τέταρτο μεγαλύτερο κέντρο ανταλλαγής συναλλάγματος μετά τοΛονδίνο, τηΝέα Υόρκη και τοΤόκιο.[36] Το νόμισμα της Σιγκαπούρης είναι τοδολάριο Σιγκαπούρης, με σύμβολο S$ και συντομογραφία SGD. Το δολάριο Σιγκαπούρης είναι ανταλλάξιμο με το δολάριοΜπρουνέι, λόγω των ιστορικών σχέσεων των δύο χωρών.
Σύμφωνα με τις στατιστικές της κυβέρνησης ο πληθυσμός της Σιγκαπούρης τον Ιούλιο του 2025 ήταν 6.111.200 κάτοικοι[2], από τους οποίους τα 4,205 εκατομμύρια είναι πολίτες ή μόνιμοι κάτοικοι (που αποκαλούνται «κάτοικοι Σιγκαπούρης»).[2] Από τους «κατοίκους Σιγκαπούρης» το 75,2% είναι Κινέζοι, το 13,6% Μαλαισιανοί, το 8,8% Ινδοί και το υπόλοιπο 2,4% είναι Ευρωπαίοι, Ασιάτες και άλλες ομάδες. Οι περισσότεροι Κινέζοι και Ινδοί είναι απόγονοι πρόσφατων μεταναστών κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες.
Το 2006 ο ρυθμός γεννήσεων ήταν 10,1 στους 1000, ένα πολύ χαμηλό επίπεδο που αποδίδεται στην πολιτική ελέγχου των γεννήσεων, αλλά και ο ρυθμός θανάτου ήταν επίσης από τους χαμηλότερους στον κόσμο στο 4,3 στους 1000. Η συνολική αύξηση του πληθυσμού ήταν 4,4% ενώ η αύξηση για τους κατοίκους Σιγκαπούρης ήταν 1,8%. Το ποσοστό αύξησης οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος στη μετανάστευση, αλλά και στο υψηλό προσδόκιμο ζωής. Η Σιγκαπούρη είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στον κόσμο μετά τοΜονακό (εξαιρώντας τοΜακάο και τοΧονγκ Κονγκ που είναι περιοχές ειδικού καθεστώτος τηςΚίνας). Το 1957 ο πληθυσμός ήταν περίπου 1,45 εκατομμύρια και ο ρυθμός γεννήσεων ήταν σχετικά υψηλός. Αντιλαμβανόμενη τους εξαιρετικά περιορισμένους φυσικούς πόρους της χώρας και τη μικρή της έκταση, η κυβέρνηση εισήγαγε πολιτικές ελέγχου των γεννήσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο πληθυσμός γερνούσε, λιγότεροι εισερχόντουσαν στην αγορά εργασίας και υπήρχε έλλειψη ειδικευμένων εργατών. Σε μια δραματική αλλαγή πολιτικής, η κυβέρνηση εισήγαγε κίνητρα για γεννήσεις το 2001 (που βελτιώθηκαν περαιτέρω από τον Αύγουστο του 2004) για να ενθαρρύνει τα ζευγάρια να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά.[37]
Το 2006 ο ρυθμός γονιμότητας ήταν μόνο 1,26 παιδιά ανά γυναίκα, ο 3ος χαμηλότερος διεθνώς και αρκετά κάτω από το 2,10 που απαιτείται για την ανανέωση του πληθυσμού.[38] Το 2006 γεννήθηκαν 38.317 παιδιά, συγκρινόμενα με 37.500 το 2005. Αυτός ο αριθμός όμως δεν είναι αρκετός για να συντηρήσει την αύξηση του πληθυσμού. Για να ξεπεράσει το πρόβλημα η κυβέρνηση ενθαρρύνει αλλοδαπούς να μεταναστεύσουν στη Σιγκαπούρη. Ο μεγάλος αριθμός μεταναστών συντέλεσε στο να μην αρχίζει να μειώνεται ο πληθυσμός της Σιγκαπούρης. Οι περισσότεροι πρόσφατοι μετανάστες στη χώρα είναι Μαλαισιανοί, αλλά και πάρα πολλοί Κινέζοι από τηνΚίνα και άλλες περιοχές.[39]
Η Σιγκαπούρη είναι μια πολυθρησκευτική χώρα. Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία περίπου το 51% των κατοίκων Σιγκαπούρης (που δεν περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό επισκεπτών και μεταναστών εργατών) είναιβουδιστές καιταοϊστές. Περίπου 15%, κυρίως Κινέζοι, Ευρασιάτες και Ινδοί, είναιχριστιανοί - που περιλαμβάνει πολλά δόγματα, ρωμαιοκαθολικοί, προτεστάντες και άλλοι. Οιμουσουλμάνοι είναι το 14%, από τους οποίους η μεγάλη πλειονότητα είναι Μαλαισιανοί και οι υπόλοιποι κυρίως Ινδοί μουσουλμάνοι. Άλλες μειονότητες περιλαμβάνουνΣιχ,Ινδουιστές καιΜπαχάι σύμφωνα με την απογραφή του 2000.
Ωστόσο, γύρω στο 15% του πληθυσμού δήλωσε ότι δεν πιστεύει σε κάποια θρησκεία.
Οι επίσημες γλώσσες είναι τααγγλικά,κινέζικα (Μανδαρινικά),Μαλαϊκά καιΤαμίλ. Εθνική γλώσσα για ιστορικούς λόγους θεωρείται η μαλαϊκή και σ’ αυτήν είναι γραμμένος ο εθνικός ύμνος «Majulah Singapura». Τα Αγγλικά είναι η γλώσσα που έχει επικρατήσει στη διοίκηση και τη δημόσια ζωή της χώρας. Η χρήση τους εξαπλώθηκε από τότε που καθιερώθηκαν ως η πρώτη γλώσσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην κυβέρνηση, ενώ είναι η πιο συνηθισμένη γλώσσα στη λογοτεχνία της Σιγκαπούρης. Τα αγγλικά καθιερώθηκαν στον ρόλο τους λόγω της ουδετερότητας τους ως προς τις υπόλοιπες εθνότητες της χώρας. Στην καθομιλουμένη συνηθίζεται μια τοπική παραλλαγή των αγγλικών που λέγεται «σίνγκλις» (από το «Singapore English») και τα οποία ενσωματώνουν λεξιλόγιο και γραμματική από τα Αγγλικά, διάφορες κινεζικές διαλέκτους, Μαλαϊκά και ινδικές γλώσσες. Τέλος, ένα σημαντικό και αυξανόμενο ποσοστό (48%) των κατοίκων της Σιγκαπούρης χρησιμοποιεί τα αγγλικά στο σπίτι, ακολουθούμενα από τα κινέζικα και τις κινεζικές διαλέκτους (περίπου 40%), τα μαλαϊκά (13%) και τα Ταμίλ (περίπου 4%). Η εκπαίδευση στη Σιγκαπούρη λαμβάνει χώρα στα αγγλικά, εκτός από το μάθημα της μητρικής γλώσσας, συμβάλλοντας στη σχετικά γρήγορη αντικατάσταση των τοπικών γλωσσών από τα αγγλικά, ακόμη και των μανδαρινικών, που είναι και η επίσημη μορφή της κινεζικής γλώσσας στη χώρα. Στη Σιγκαπούρη αρκετοί Κινέζοι ηλικιωμένοι μιλούν κινεζικές διαλέκτους σαν μητρική γλώσσα.
Όλα ταΜέσα Ενημέρωσης στη Σιγκαπούρη, έντυπα και ηλεκτρονικά, ελέγχονται έμμεσα ή άμεσα από την κυβέρνηση (βλέπεMediacorp, η εταιρεία η οποία ελέγχει τα περισσότερα ΜΜΕ της χώρας). Στη χώρα λειτουργούν 7 τηλεοπτικά κανάλια και 14 ραδιοφωνικοί σταθμοί, τα οποία εκπροσωπούν τις τέσσερις επίσημες γλώσσες. Απαγορεύεται η κατοχή δορυφορικών δεκτών που μπορούν να λαμβάνουν μη εγκεκριμένο σήμα από το εξωτερικό. Συνολικά κυκλοφορούν 16 εφημερίδες που εκπροσωπούν και τις τέσσερις επίσημες γλώσσες. Η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα είναι η καθημερινή, αγγλόφωνηThe Straits Times.
Η Σιγκαπούρη αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο στηνΑσία, επωφελούμενη από την ευνοϊκή γεωγραφική θέση της. Το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο σε διακίνηση εμπορευμάτων. Το διεθνές αεροδρόμιοChangi είναι από τα πιο πολυσύχναστα της Νοτιοανατολικής Ασίας και επιπλέον αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό για την αεροπορική σύνδεσηΕυρώπης -Αυστραλίας. Το χρησιμοποιούν 81 αεροπορικές εταιρείες, με συνδέσεις σε 185 πόλεις και 58 χώρες, με προεξάρχουσα την αεροπορική εταιρεία της χώρας, τηSingapore Airlines. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα αεροδρόμια στον κόσμο, καθώς συγκεντρώνει σταθερά υψηλές βαθμολογίες σε έρευνες αξιολόγησης των αερομεταφορών.[41]
Η Σιγκαπούρη έχει οδική και σιδηροδρομική σύνδεση με τοΤζοχόρ τηςΜαλαισίας. Επίσης υπάρχει συχνή ακτοπλοϊκή σύνδεση με αρκετά γειτονικά νησιά τηςΙνδονησίας. Η οδήγηση γίνεται στα αριστερά.
Η δημόσια συγκοινωνία στη Σιγκαπούρη εξυπηρετείται απόλεωφορεία,ταξί,μετρό (Mass Rapid Transit - MRT) και συμπληρωματικά ελαφρύ σιδηρόδρομο (Light Rapid Transit - LRT). Συνολικά 2,78 εκατομμύρια επιβάτες χρησιμοποιούν το λεωφορείο για τις καθημερινές μετακινήσεις τους και 1,3 το μετρό (MRT και LRT). Το οδικό δίκτυο είναι ανεπτυγμένο και καλύπτει όλο το νησί, αλλά η χρήση ιδιόκτητων αυτοκινήτων αποθαρρύνεται. Για την αγορά αυτοκινήτου απαιτείται ειδική άδεια και μόνο ένας περιορισμένος αριθμός αδειών εκδίδονται κάθε χρόνο. Επίσης, η φορολογία είναι υψηλή και για την πρόσβαση στο κέντρο τις ώρες αιχμής οι οδηγοί πληρώνουν διόδια μέσω ηλεκτρονικού συστήματος.
↑«Facts and Figures». Singapore Economic Development Board. 30 Ιανουαρίου 2012. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 18 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2012.
↑Yang Huiwen(2007-11-07).«Singapore ranked No. 1 logistics hub by World Bank».The Straits Times(Singapore): σελ.69.
12«World Population Prospects 2024»(XLSX) (στα Αγγλικά). United Nations Department of Economic and Social Affairs. 27 Ιουλίου 2024. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2025.
1 Τμήμα της χώρας ανήκει στηνΑφρική.2 Συνήθως γεωγραφικά θεωρείται Ασιατική χώρα, αλλά ωστόσο για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους εντάσσεται συχνά στηνΕυρώπη.3 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Ευρώπη.