Οπετρίτης είναι είδοςγνήσιου γερακιού[2] (γένοςFalco), που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναιFalco peregrinus, και περιλαμβάνει 18υποείδη.[3][4]
ΣτηνΕλλάδα απαντά κυρίως, τουποείδοςF. p. brookei Sharpe, 1873.[3], αλλά υπάρχει ανάμιξη των μονίμων πληθυσμών του με μεταναστευτικά άτομα που έρχονται από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες για να ξεχειμωνιάσουν εδώ, τα οποία ανήκουν στο υποείδοςF. p. peregrinus.[5]
Ο πετρίτης μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα 320 χλμ/ώρα σε κάθετη εφόρμηση καθιστώντας τον όχι μόνο το γρηγορότερο πτηνό αλλά και το γρηγορότερο είδος όλου του ζωικού βασιλείου[6][7][8].
Η λατινική επιστημονική ονομασία τουγένους (Falco) είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικήςιέραξ «γεράκι», ωστόσο έχει τη ρίζα της στη λέξηfalx, -cis, που σημαίνειδρεπάνι, λόγω του δρεπανοειδούς σχήματος των πτερύγων του πτηνού.
Ο όροςperegrinus στην επιστημονική ονομασία τουείδους σημαίνει «ξένος», «μη ιθαγενής, αυτός που έρχεται από κάπου αλλού, ο ξένος». Ετυμολογικά, προέρχεται από τοperegre «εξωτερικό, από έξω».[10][11] Ο όρος φαίνεται να έχει τις ρίζες της σταμεσαιωνικά χρόνια, στις αρχές του 13ου αιώνα και, συγκεκριμένα, τον χρησιμοποίησε ο άγιος της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίαςΑλβέρτος ο Μέγας (Albertus Magnus, 1193-1280).
Η ελληνική του ονομασία σχετίζεται, πιθανότατα, με τη συνήθειά του να φωλιάζει στις βραχώδεις ορθοπλαγιές.
Τοείδος περιγράφηκε από τον Άγγλο ορνιθολόγο Μάρμαντιουκ Τένσταλ (Marmaduke Tunstall, 1743–1790) ωςFalco Peregrinus (Μ. Βρετανία, 1771), στο έργο τουOrnithologia Britannica[12] Ο πετρίτης ανήκει σε έναγένος του οποίου η φυλογενετική εξελικτική γραμμή καταγωγής (lineage) περιλαμβάνει τους αποκαλούμενουςιεροϊέρακες (hierofalcons) και το βορειοαμερικανικό είδοςF. mexicanus.[13][14] Αυτή η καταγωγή μάλλον αποκλίνει από τα υπόλοιπα είδη γερακιών, προς το τέλος του Ύστερου Μειόκαινου ή του Πρώιμου Πλειόκαινου, περίπου 5-8 εκατομμύρια χρόνια πριν. Καθώς η συγκεκριμένη ομάδα πετρίτη/ιεροϊεράκων περιλαμβάνει είδη τόσο τουΠαλαιού Κόσμου, όσο και της Β. Αμερικής, είναι πιθανόν ότι κατάγεται από τη δυτική Ευρασία ή την Αφρική.
Η σχέση της με τα άλλα γεράκια δεν είναι ακόμη σαφής, δεδομένου ότι το ζήτημα περιπλέκεται από εκτεταμένες αναλύσεις υβριδισμού που προκαλεί ψευδή αποτελέσματα στις αλληλουχίες μιτοχονδριακού DNA. Σήμερα, για παράδειγμα, πετρίτες σε αιχμαλωσία ωθούνται σε διασταύρωση με άλλα είδη, όπως τοχρυσογέρακο, για τη δημιουργία του "perilanner", ενός σχετικά δημοφιλούς υβριδίου στηνιερακοθηρία, καθώς συνδυάζει την ικανότητα στο κυνήγι του ενός με την ανθεκτικότητα του άλλου. Παρατηρείται ότι ο πετρίτης εξακολουθεί να είναι γενετικά κοντά στουςιεροϊέρακες, αν και οι γραμμές καταγωγής τους διαχωρίσθηκαν κατά το Ανώτερο Πλειόκαινο (περίπου 2.5-2 εκατομ. χρόνια πριν).[14][15][16][17][18][19][20]
Η ταξινομική του είδους, γενικότερα, παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, κυρίως λόγω των υβριδισμών μεταξύ των υποειδών, ιδιαίτερα στους γειτνιάζοντες πληθυσμούς, κάτι που καθιστά δύσκολη τη διάκριση μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι, διαχρονικά, είχαν περιγραφεί έως και 75 υποείδη, η πλειονότητα των οποίων δεν αναγνωρίζεται σήμερα.[12]
Χάρτης εξάπλωσης τουF.peregrinus Πράσινο = όλο το έτος (αναπαραγωγή και επιδημητικό) Κίτρινο = καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης Κυανό = χειμερινός επισκέπτης Γαλάζιο = μεταναστευτικές περιοχές
Ο πετρίτης εμφανίζει σχεδόν παγκόσμια εξάπλωση σε όλες τις δυνατέςκατηγορίες μετακίνησης ανάλογα με το υποείδος, από την αρκτική τούνδρα μέχρι τους τροπικούς και την Ωκεανία. Μπορεί να βρεθεί σχεδόν παντού στην υφήλιο, εκτός από τις ακραίες πολικές περιοχές, τα πολύ ψηλά βουνά και τα περισσότερα τροπικά δάση. Η μόνη μεγάλη περιοχή από την οποία απουσιάζει εντελώς είναι ηΝέα Ζηλανδία, γεγονός που τον καθιστά το πιο διαδεδομένο αρπακτικό στον κόσμο και ένα από τα ευρύτερα διαδεδομένα πτηνά, γενικότερα.[21] Από τα άγρια πτηνά, μόνον οψαραετός φαίνεται να εμφανίζει παρόμοιο κοσμοπολιτικό φάσμα κατανομής,[22] ενώ το, παγκοσμίως διαδεδομένο,περιστέρι περιλαμβάνει και πολλούς εξημερωμένους πληθυσμούς.
Σε αρκετές επικράτειες είναιπλήρως μεταναστευτικό είδος, αλλά αρέσκεται να μετακινείται ακόμη και μέσα στα όρια των περιοχών όπου διαβιοί μόνιμα ωςεπιδημητικό πτηνό. Οι μεγάλες, καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής του βρίσκονται στοβόρειο ημισφαίριο, ενώ στηνΑφρική και τηνΑυστραλία βρίσκονται κυρίως καθιστικοί πληθυσμοί, που ανήκουν σε συγκεκριμέναυποείδη. Επομένως, οι μεγάλες μαζικές μεταναστεύσεις αφορούν κυρίως στα υποείδη της Βορείου Αμερικής και της Σιβηρίας (βλ. Πίνακα υποειδών).[23]
Χάρτης κατανομής των υποειδών τουF.peregrinus (Ε = Εξαφανισμένο)
Αρ.
Υποείδος
Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης)
Είναι το κύριο βορειοαμερικανικό υποείδος, αλλά οι πληθυσμοί στα ανατολικά είναι κυρίως υβρίδια από επανεισαγωγές.[24] Ελαφρώς μικρότερο από το 16, με πιο αχνά χρώματα και με λιγότερα μοτίβα στο πτέρωμα της κάτω επιφανείας του σώματος, ♂ 500 – 700 γραμμάρια, ♀ 800 – 1.100 γραμμάρια
Παλαιότερα, υποείδος τουFalco pelegrinoides. Σαφώς μικρότερο από το 16, πιο ανοικτόχρωμο από το 13, μοιάζει αρκετά μεχρυσογέρακο, ♂ 330 – 400 γραμμάρια, ♀ 513 – 765 γραμμάρια[26]
Πλήρως μεταναστευτικό, εκτελεί ταξίδια πολύ μεγάλων αποστάσεων. Συχνά σε υγρές εκτάσεις, πιο ανοικτόχρωμο από το 16 ιδιαίτερα στην περιοχή τουστέμματος, ♂ 588 – 740 γραμμάρια, ♀ 925 – 1.333 γραμμάρια[26]
Είναι το νοτιοαμερικανικό υποείδος, παρόμοιο με το 16 αν και λίγο μικρότερο, με μαύραωτικά καλυπτήρια. Περιλαμβάνει και την ποικιλίαkreyenborgi, πολύ ανοικτόχρωμη σχεδόν λευκιστική μορφή που παλαιότερα θεωρείτο διακριτό είδος[27]
Είναι το υποείδος της νησιωτικής ηπείρου. Κάποιοι ταξινομικοί φορείς θεωρούν τους πληθυσμούς της ΝΔ Αυστραλίας, ότι συνιστούν το διακριτό υποείδοςF. p. submelanogenys. Μοιάζει με το 3, αλλά είναι μικρότερο και με εντελώς μαύραωτικά καλυπτήρια. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα μεγάλα πόδια[21]
Έχει προβληματική ταξινομική και είναι εξαιρετκά σπάνιο. Κινδυνεύει άμεσα με εξαφάνιση (έχουν απομείνει 6-8 ζευγάρια).[28] Εμφανίζει φυλετικό διχρωματισμό, ♂ με κιτρινομπέζ απόχρωση στοστέμμα, τον τράχηλο, τα αυτιά και τη ράχη, ♀ έντονο καφέ παντού, ιδιαίτερα στον τράχηλο και το στέμμα[21]
Προβληματικό στην ταξινομική του υποείδος, που συμπεριελήφθη πρόσφατα στο είδοςF. peregrinus, ενώ κάποιοι ταξινομικοί φορείς εξακολουθούν να το θεωρούν διακριτό είδος (F. pelegrinoides). Μικρότερο από το 15, μοιάζει στο παρουσιαστικό με το 3, αλλά είναι πιο ανοικτόχρωμο στο πάνω μέρος, με σκωριόχρωμο τράχηλο, ανοικτοκίτρινο μπέζ και με λίγες ραβδώσεις στο κάτω μέρος, ♀ 610 γραμμάρια κατά μέσον όρο[26]
Το κυριότερο ινδικό υποείδος. Ο πληθυσμός της Σρι Λάνκα είναι επιδημητικός και πολύ μικρός (40 ζευγάρια περίπου), αλλά υπάρχει ανάμιξη με μεταναστευτικούς του 4.[32] Σχετικά μικρό σε μέγεθος, σκούρο και με κιτρινομπέζ κάτω μέρος
Παλαιότερα ήταν μαζί με το 1 ως ένα υποείδος, αλλά είναι μικρότερο και πιο ανοικτόχρωμο από αυτό. Έχει λευκό χρώμα στο μέτωπο και στα ωτικά καλυπτήρια, αλλά το στέμμα και η λωρίδα μύστακος είναι πολύ σκουρόχρωμα, ♂ 500 – 700 γραμμάρια, ♀ 800 – 1.100 γραμμάρια[31]
Όπως φαίνεται από την κοσμοπολιτική εξάπλωση του πετρίτη, το είδος καλύπτει όλο το φάσμα των καταστάσεων μετακίνησης, ανάλογα με την περιοχή και τογεωγραφικό πλάτος. Γενικά, οι πληθυσμοί των επιμέρους υποειδών τείνουν να είναι μεταναστευτικοί στα βόρεια και ανατολικά, και επιδημητικοί ή μερικώς μεταναστευτικοί στα νότια και δυτικά. Γενικότερα μεταναστεύει το φθινόπωρο, από τον Αύγουστο έως τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ επιστρέφει στις περιοχές αναπαραγωγής από τον Μάρτιο έως τις αρχές Μαΐου, αν και νεαρά άτομα μπορεί να περάσουν το καλοκαίρι μακριά από τα εδάφη φωλιάσματος. Το κύριο ευρωπαϊκό υποείδος,F. p. peregrinus, εγκαταλείπει τις περιοχές της τούνδρας κατά τον Σεπτέμβριο και επιστρέφει από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τις αρχές Απριλίου.[22]
Στην Ελλάδα, ο πετρίτης απαντά σε αραιούς πληθυσμούς, τόσο μόνιμους όσο και μεταναστευτικούς, ανάλογα με την περιοχή και την εποχή (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).[34][35][36] Αναφέρεται από την Κύπρο ως σπάνιο είδος, με μερικά ζευγάρια να μένουν μόνιμα στο νησί, ενώ παρατηρείται και κατά τη μετανάστευση.[37]
Ενήλικος πετρίτης εν πτήσει πτήση στον βιότοπό του
Ανάλογη με τη μεγάλη εξάπλωση του είδους είναι και η ποικιλομορφία οικοτόπων στους οποίους συχνάζει, καταλαμβάνοντας ενδιαιτήματα από τις τροπικές και τις ερημικές περιοχές, έως την τούνδρα και τις ακτές, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 4.000 μ. Τα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα βρίσκονται συνήθως σε κάθετους βράχους, συχνά με προεξέχοντα γείσα, για προστασία και επισκόπηση του περιβάλλοντος χώρου. Ιδανικές θεωρούνται οι αδιατάρακτες περιοχές με ευρεία θέα, κοντά σε νερό και με αφθονία θηραμάτων, στην τούνδρα, τη σαβάνα, τις δασωμένες κοιλάδες ποταμών, τις ακτές και τα ψηλά βουνά. Ωστόσο, περιλαμβάνονται και τεχνητές θέσεις, όπως ψηλά κτίρια, γέφυρες, λατομεία πέτρας και υπερυψωμένες πλατφόρμες. Στις βόρειες χώρες απαντούν, τελευταία, κοντά ή και μέσα σε πόλεις.[21]
Στην Ελλάδα, ο πετρίτης ζει ως επί το πλείστον κατά μήκος οροσειρών, σε κοιλάδες ποταμών, σε ακτές, σε έλη, σε ανοιχτές εκτάσεις, αρκεί όλοι αυτοί οι οικότοποι να γειτνιάζουν με βράχια.[5] Απαντά από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.500 μ. και φωλιάζει σε κάθετες ορθοπλαγιές φαραγγιών ή παράκτιων περιοχών – ιδιαίτερα στα νησιά. Αν και στην υπόλοιπη Ευρώπη φωλιάζει και μέσα στις πόλεις, στην Ελλάδα δεν παρατηρείται κάτι τέτοιο, όμως μπορεί να κυνηγάει μέσα σε αυτές, κυρίως περιστέρια και ψαρόνια. Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι πετρίτες απομακρύνονται από τις βραχώδεις περιοχές και μπορεί να παρατηρηθούν στα ηπειρωτικά, σε παράκτια πεδινά και υγροτόπους, όπου αναζητούν θηράματα.[36]
Ο πετρίτης είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμαγεράκια με το χαρακτηριστικό του πτέρωμα, στο οποίο κάνουν αντίθεση οι ανοικτόχρωμες με τις σκουρόχρωμες περιοχές, ενώ στο κεφάλι ξεχωρίζει η, επίσης χαρακτηριστική, σκούρη μάσκα. Είναι το πιο γεροδεμένο γεράκι όσον αφορά το εύρος του στήθους και του σωματικού όγκου του.[38]
Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν παρόμοιο πτέρωμα και μοτίβα, αλλά, όπως και σε πολλά άλλα αρπακτικά πτηνά, εμφανίζεται έντονοςσεξουαλικός διμορφισμός[38] στο μέγεθος και το βάρος, με το θηλυκό να ζυγίζει έως και 30% περισσότερο από το αρσενικό.[39]. Η ράχη και οι μυτερές πτέρυγες του ενήλικου πετρίτη είναι συνήθως μπλε-μαύρα με μολυβί-γκρι απόχρωση και δυσδιάκριτες σκοτεινές ρίγες, ενώ οι άκρες τους είναι μαύρες. Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι ωχρόλευκη-σκωριόχρωμη με λεπτές, σκούρες καφέ ή μαύρες ταινίες.[21]
Η ουρά είναι χρωματισμένη όπως η ράχη, αλλά με καθαρές λεπτές γραμμές, μακριά, στενή και στρογγυλεμένη στο τελείωμα, με μαύρη ρίγα και λευκή ζώνη στην άκρη της. Η κορυφή του κεφαλιού και το μουστάκι κατά μήκος των παρειών είναι μαύρα, κάνοντας μεγάλη αντίθεση με τις ανοικτόχρωμες πλευρές του τραχήλου και τον λευκό λαιμό.[40].
Κεφάλι ενήλικου πετρίτη, όπου δικρίνεται η διχαλωτή άκρη τηςρινοθήκης
Η ίριδα εναι καστανόμαυρη, τοκήρωμα, οι ταρσοί, τα πόδια και το ράμφος είναι κίτρινα, ενώ οι γαμψώνυχες μαύροι. Ηρινοθήκη είναι μυτερή και διχαλωτή στο άκρο της, προσαρμογή που επιτρέπει στα γεράκια να σκοτώνουν το θήραμα με διάτρηση της σπονδυλικής στήλης στο ύψος του λαιμού.
Τα νεαρά άτομα είναι πιο καφετί, με στίξεις –παρά ταινίες– στην κάτω επιφάνεια του σώματος, ανοικτοκύανο κήρωμα καιοφθαλμικό δακτύλιο.[26][41]
Ο πετρίτης τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με μεσαίου μεγέθους πτηνά, κυρίωςπεριστέρια, αλλά και υδρόβια,ωδικά και καλοβατικά.[53] Παγκοσμίως, υπολογίζεται ότι μεταξύ 1.500 και 2.000 είδη πουλιών (μέχρι περίπου το ένα πέμπτο των ειδών των πτηνών στον κόσμο) βρίσκονται στο διαιτολόγιο αυτών των γερακιών. ΣτηΒόρεια Αμερική, τα θηράματα ποικίλλουν σε μέγεθος από τα μικρόσωμακολιμπρί, βάρους 3 γραμμαρίων (Archilochus spp.,Selasphorus spp.), μέχρι τους καναδικούς γερανούς (Grus canadensis), βάρους 3,1 κιλών. Πάντως, τα περισσότερα θηράματα έχουν βάρος από 20 έως 1.100 γραμμάρια.[54][55]
Ο πετρίτης έχει το πιο ευρύ φάσμα θηραμάτων/πτηνών από οποιοδήποτε αρπακτικό στη Βόρεια Αμερική, με περισσότερα από 300 είδη, συμπεριλαμβανομένων περίπου 100 παρυδάτιων.[56] Ακόμη και μικρότερα γεράκια θηρεύονται, όπως τονανογέρακο, αλλά και κουκουβάγιες.[57][58] Στις αστικές περιοχές, το κύριο θήραμα είναι τα περιστέρια, που αποτελούν το 80% ή περισσότερο της δίαιτάς τους σε ορισμένες πόλεις. Άλλα κοινά πουλιά που προτιμώνται τακτικά είναι οι πάπιες, οιφάσσες, τα πετροχελίδονα, ταψαρόνια, οικοκκινολαίμηδες, τακοτσύφια και διάφορα κορακοειδή (όπωςκουρούνες καικαρακάξες).[59]
Εκτός από τιςνυχτερίδες που κυνηγά το βράδυ,[59] ο πετρίτης σπάνια στρέφεται σε θηλαστικά, όπως ποντίκια, λαγούς, μυγαλές και σκίουρους. Οι παράκτιοι πληθυσμοί του μεγαλόσωμου υποείδουςpealei τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με θαλασσοπούλια.[40] Έντομα και τα ερπετά αποτελούν μικρό ποσοστό της δίαιτας, η οποία ποικίλλει σημαντικά, ανάλογα με τα διαθέσιμα θηράματα[53].
Σχηματική αναπαράσταση της σιλουέτας του πετρίτη, πριν και κατά την επίθεση
Ο πετρίτης κυνηγά την αυγή και το σούρουπο, όταν τα θηράματα είναι πιο δραστήρια, αλλά επίσης και κατά τη διάρκεια της νύχτας στις πόλεις, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους μετανάστευσης, οπότε το νυχτερινό κυνήγι γίνεται κανόνας. Τότε συλλαμβάνονται είδη διαφορετικά μεταξύ τους – κούκοι,μαυροβουτηχτάρια,ορτύκια και πουλάδες.[59] Ο πετρίτης απαιτεί ανοικτό χώρο για να κυνηγήσει, ως εκ τούτου συχνά κυνηγάει πάνω από ανοικτό νερό, έλη, κοιλάδες, πεδιάδες και τηντούνδρα, είτε από θέση επόπτευσης (perching post) ή στον αέρα.[60] Τα μεγάλα σμήνη μεταναστών, ιδίως τα είδη που συγκεντρώνονται σε ανοικτές περιοχές, όπως τα παρυδάτια, μπορεί να προσελκύουν έντονα τους πετρίτες.
Μόλις το θήραμα εντοπιστεί, ο πετρίτης αρχίζει την κάθετη εφόρμηση διπλώνοντας προς τα πίσω την ουρά και τις πτέρυγες, με τα πόδια μαζεμένα.[40] Το θήραμα, συνήθως, δέχεται χτύπημα και συλλαμβάνεται με τους γαμψώνυχες στον αέρα. Αν το θήραμά του είναι πάρα πολύ βαρύ για μεταφορά, ο πετρίτης το ρίχνει στο έδαφος και το τρώει εκεί. Αν αστοχήσει στην πρώτη επίθεση, θα κυνηγήσει ξανά τη λεία του, κάνοντας στροφή.[61] Παρά το γεγονός ότι θεωρείτο μέχρι σήμερα σπάνιo, σε αρκετές περιπτώσεις οι πετρίτες κυνηγούν χρησιμοποιώντας τις φυσικές καμπύλες του εδάφους για να αιφνιδιάσουν το θήραμα στο έδαφος, ενώ έχουν αναφερθεί ακόμη και σπάνιες περιπτώσεις καταδίωξης του θηράματος με τα πόδια. Επιπλέον, έχουν τεκμηριωθεί περιπτώσεις που καιροφυλακτούν για νεοσσούς σε φωλιές, όπως μικρούς γλάρους. Το θήραμα ξεπουπουλιάζεται πριν καταναλωθεί.
Ο πετρίτης κατέχει επάξια τον τίτλο τουταχύτερου ζωντανού οργανισμού στον πλανήτη, αλλά όχι σε ευθεία πτήση, παρά μόνον όταν εκτελεί κάθετες εφορμήσεις (stoops). Ωστόσο, υπάρχουν μυθεύματα για υπερβολικές ταχύτητες που ουδέποτε έχουν καταμετρηθεί.
Η παρερμηνεία οφείλεται στο ότι μελέτη που εκπονήθηκε για να μετρηθεί η δυνατότητα επίτευξης υψηλών ταχυτήτων σε μοντέλο ενόςιδανικού γερακιού, έδωσε πολύ μεγάλους αριθμούς, αυτό όμως στη θεωρία και μόνο. Συγκεκριμένα, τα πειραματικά μοντέλα έδειξαν ότι οι πτητικές ικανότητες ενός θεωρητικού προτύπου μπορούν να αποφέρουν ταχύτητες της τάξης των 400 χλμ/ώρα για πτήσεις σε μικρό υψόμετρο και των 625 χλμ/ώρα για πτήσεις σε μεγάλο υψόμετρο.[62]
Η υψηλότερη, επίσημα καταγεγραμμένη ταχύτητα ήταν τα 389 χλμ/ώρα, σε άτομο που εκτελούσε κάθετη εφόρμηση (stoop).[63]
Πάντως, μέσες ωριαίες ταχύτητες της τάξης των 325 χλμ/ώρα είναι αρκετά συνηθισμένες.Η πίεση του εισερχόμενου αέρα σε τέτοιες ταχύτητες θα μπορούσε να βλάψει τους πνεύμονες οποιουδήποτε πτηνού, αλλά μικρά οστέιναφύματα (tubercles) στα ρουθούνια του πετρίτη οδηγούν την ισχυρή ροή του αέρα μακριά, έτσι ώστε το πουλί να αναπνέει πιο εύκολα, εξομαλύνοντας την αλλαγή στην ατμοσφαιρική πίεση[64]. Επίσης, για να προστατεύουν τα μάτια τους, οι πετρίτες χρησιμοποιούν τιςσκαρδαμυκτικές μεμβράνες (τρίτα βλέφαρα), που διασπείρουν τα δάκρυα και καθαρίζουν από σκόνες κ.ά., διατηρώντας παράλληλα την όραση.
Ο πετρίτης διατηρεί τις πτέρυγες ελαφρά γυρτές κατά την πτήση, με την καρπική άρθρωση να διακρίνεται καλώς. Τα φτεροκοπήματα έχουν μέτρια συχνότητα και είναι μάλλον ρηχά και διακοπτόμενα από σύντομες αερολισθήσεις, αλλά γίνονται σαφώς πιο γρήγορα και δυνατά όταν επισημανθεί κάποιο θήραμα.[38]
Η εποχή αναπαραγωγής ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή, αλλά πραγματοποιείται γενικά από Φεβρουάριο έως Μάρτιο στοβόρειο ημισφαίριο και από Ιούλιο έως Αύγουστο στονότιο, αν και οι πληθυσμοί στηνΑυστραλία μπορούν να γεννήσουν μέχρι και τον Νοέμβριο, και οι ισημερινοί πληθυσμοί μπορεί να φωλιάζουν οποτεδήποτε μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου.
Ο πετρίτης κατά τη διάρκεια του φωλιάσματος είναι έντονα εδαφικός και οι φωλιές μπορεί να απέχουν μέχρι και ένα χιλιόμετρα μεταξύ τους, ιδιαίτερα εκεί όπου υπάρχουν πολλά ζευγάρια αναπαραγωγής.[65].
Φωλιάζει συνήθως σε γείσα ή σε άκρες γκρεμών και ορθοπλαγιών. Το σημείο επιλέγεται από το θηλυκό, που διαλέγει μια ρηχή κοιλότητα για να γεννήσει τα αυγά. Δεν προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης, ενώ η φωλιά έχει συνήθως νότιο προσανατολισμό.[40]. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στηνΑυστραλία και στη δυτική ακτή της Βόρειας Αμερικής, χρησιμοποιούνται οι μεγάλες κοιλότητες δέντρων για φώλιασμα. Πριν τη μείωση των περισσότερων ευρωπαϊκών πληθυσμών, μεγάλο μέρος από τους πετρίτες στην κεντρική και δυτική Ευρώπη χρησιμοποιούσαν τις εγκαταλελειμμένες φωλιές άλλων μεγάλων πουλιών.[53].
Σε απομακρυσμένες, αδιατάρακτες περιοχές, όπως στηνΑρκτική, απότομες πλαγιές, ακόμη και χαμηλά βράχια και αναχώματα μπορεί να χρησιμοποιούνται ως φωλιές. Σε πολλά μέρη οι πετρίτες φωλιάζουν πλέον τακτικά σε ψηλά κτήρια, καμπαναριά ή γέφυρες.
Η γέννα αποτελείται από (2-) 3 έως 4 (-6) υποελλειπτικά προς ελαφρώς ελλειπτικά αυγά, διαστάσεων 52 x 40,9 χιλιοστών[66] και βάρους 48 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[67] Τα αυγά εναποτίθενται ανά διαστήματα 2-3 (έως και 6) ημερών μεταξύ τους.[68] Εάν καταστραφούν νωρίς στην εποχή, το θηλυκό γεννά συνήθως ξανά, αν και αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στην Αρκτική, λόγω της σύντομης θερινής περιόδου. Επωάζονται για 29-33 ημέρες, κυρίως από το θηλυκό. Το αρσενικό να βοηθά επίσης στην επώαση των αυγών κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά μόνο το θηλυκό τα επωάζει τη νύχτα.
Οι νεοσσοί είναιφωλεόφιλοι και τρέφονται, για τις πρώτες 14 ημέρες, με το θηλυκό στη φωλιά, αλλά αργότερα τα αφήνει συχνότερα προς αναζήτηση τροφής, που φθάνει σε ακτίνα μέχρι και 19-24 χιλιόμετρα από τη φωλιά.[69] Πτερώνονται στις 18 ημέρες και εκτελούν τις πρώτες πτήσεις τους στις 35-42 ημέρες, αλλά εξακολουθούν να εξαρτώνται από τους γονείς τους για 2 μήνες ακόμη.[70]
Οι πετρίτες υπερασπίζονται τη φωλιά τους απέναντι σε ομοειδή ζευγάρια, αλλά και από κοράκια, ερωδιούς και γλάρους. Εάν φωλιάζουν στο έδαφος, την υπερασπίζονται από θηλαστικά, όπως αλεπούδες, αδηφάγους, αιλουροειδή, αρκούδες, λύκους και πούμα.[71] Οι ενήλικες μπορεί να κινδυνεύσουν –σπάνια, βέβαια– από μεγαλύτερα αρπακτικά πτηνά, όπως είναι οι αετοί και οι μεγάλες κουκουβάγιες. Οι πιο σοβαροί θηρευτές είναι οι μπούφοι, τόσο στην Ευρασία όσο και στη Βόρεια Αμερική, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν λυμαίνονται τις φωλιές, αρπάζοντας νεοσσούς, αλλά και ενήλικα άτομα.[72][73] Η υπεράσπιση της φωλιάς είναι τόσο σθεναρή, που κάποιοι γονείς έχουν καταφέρει να εξουδετερώσουν αρπακτικά όπωςχρυσαετούς και ολευκοκέφαλους θαλασσαετούς που είχαν πλησιάσει πολύ κοντά.
Ο πετρίτης κινδύνευσε σοβαρά με εξαφάνιση λόγω της χρήσης οργανοχλωριούχων παρασιτοκτόνων, ειδικά του DDT, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, '60, και '70<.[74] Οι δηλητηριώδεις ουσίες συσσωρεύονταν στον λιπώδη ιστό των πτηνών, μειώνοντας την ποσότητα του ασβεστίου στο κέλυφος των αυγών τους. Με λεπτότερο κέλυφος, λιγότερα αυγά έφθαναν στην εκκόλαψη.[75]
Σήμερα, οι πληθυσμοί του πετρίτη έχουν ανακάμψει στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Στη Βρετανία υπήρξε ανάκαμψη των πληθυσμών μετά τη δεκαετία του 1960. Αυτό έχει βοηθηθεί σε μεγάλο βαθμό από τηΒασιλική Εταιρεία για την Προστασία των Πτηνών.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο πετρίτης έχει ευρεία αλλά αραιή εξάπλωση, κάτι που συμβαίνει και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Ωστόσο, στην Κρήτη είναι σπάνιος. Οι πληθυσμοί του είναι δύσκολο να καταμετρηθούν με ακρίβεια, αλλά υπάρχει μείωση ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή των Πρεσπών και στη Βόρεια Πελοπόννησο. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη μεταναστευτική του συμπεριφορά, αν και θεωρείται ότι είναι καθιστικό πτηνό στην πλειονότητα των περιπτώσεων, με μικρές υψομετρικές μετακινήσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα, λόγω έλλειψης τροφής.[36]
Γενικά, μπορεί να παρατηρηθεί στο πεδίο, αλλά όχι τόσο συχνά. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί ηλαθροθηρία και η δηλητηρίαση από φυτοφάρμακα.[76]
Ο πετρίτης είναι, ίσως, το παλαιότερο γεράκι στηνιερακοθηρία, με αναφορές για χρησιμοποίησή του από τους νομάδες της Κεντρικής Ασίας, εδώ και 3.000 χρόνια.[65].
↑J. Cade, J. H. Enderson, C. G. Thelander & C. M. White (Eds): Peregrine Falcon Populations – Their management and recovery. The Peregrine Fund, Boise, Idaho, 1988.ISBN 0-9619839-0-6
↑Brown, L. (1976): Birds of Prey: Their biology and ecology: 226. Hamlyn.ISBN 0-600-31306-9
Beckstead, D. (2001) American Peregrine Falcon[dead link] U.S. National Park Service Version of 2001-03-09.
Blood, D.; Banasch, U. (2001).Hinterland Who's Who Bird Fact Sheets: Peregrine Falcon.
Brambilla, M.; Rubolini, D.; Guidali, F. (2006).Factors affecting breeding habitat selection in a cliff-nesting peregrine Falco peregrinus population. Journal of Ornithology 147 (3): 428–435. doi:10.1007/s10336-005-0028-2.
Brazil, M. 2009.Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Brown, Leslie; Amadon, Dean (1986).Eagles, Hawks and Falcons of the World. The Wellfleet Press.ISBN 978-1555214722.
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994.Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
Döttlinger, H.; Nicholls, M. (2005).Distribution and population trends of the 'black shaheen' Peregrine Falcon Falco peregrinus peregrinator and the eastern Peregrine Falcon F. p. calidus in Sri Lanka (PDF). Forktail 21: 133–138.
Drewitt, E.J.A.; Dixon, N. (February 2008).Diet and prey selection of urban-dwelling Peregrine Falcons in southwest England (PDF). British Birds 101: 58–67.
Ehrlich, P.; Dobkin, D.; Wheye, D. (1992).Birds in Jeopardy: The Imperiled and Extinct Birds of the United States. Stanford University Press.ISBN 0-8047-1981-0.
Ellis, David H.; Garat, Cesar P. (1983). "The Pallid Falcon Falco kreyenborgi is a colour phase of the Austral Peregrine Falcon (Falco peregrinus cassini)" (PDF). Auk 100 (2): 269–271.
Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001.Raptors of the world. Christopher Helm, London.
Griffiths, C. S. (1999):Phylogeny of the Falconidae inferred from molecular and morphological data. Auk 116(1): 116–130. PDF fulltext
Griffiths, C. S.; Barrowclough, G. F.; Groth, Jeff G. & Mertz, Lisa (2004):Phylogeny of the Falconidae (Aves): a comparison of the efficacy of morphological, mitochondrial, and nuclear data. Molecular Phylogenetics and Evolution 32(1): 101–109. doi:10.1016/j.ympev.2003.11.019 (HTML abstract)
Groombridge, J. J.; Jones, C. G.; Bayes, M. K.; van Zyl, A.J.; Carrillo, J.; Nichols, R. A. & Bruford, M. W. (2002):A molecular phylogeny of African kestrels with reference to divergence across the Indian Ocean. Molecular Phylogenetics and Evolution 25(2): 267–277. doi:10.1016/S1055-7903(02)00254-3 (HTML abstract)
Harpole, Tom (1 March 2005).Falling with the Falcon. Smithsonian Air & Space magazine. Retrieved 4 September 2008.
Helbig, A.J.; Seibold, I.; Bednarek, W.; Brüning, H.; Gaucher, P.; Ristow, D.; Scharlau, W.; Schmidl, D. & Wink, M. (1994):Phylogenetic relationships among falcon species (genus Falco) according to DNA sequence variation of the cytochrome b gene. In: Meyburg, B.-U. & Chancellor, R.D. (eds.): Raptor conservation today: 593–599. PDF fulltext
Hogan, C. Michael, ed. (2010).American Kestrel. Encyclopedia of Earth. Editor-in-chief C. Cleveland (U.S. National Council for Science and the Environment).
IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: October, 2015)
Lehr, Jay H.; Lehr, Janet K. (2000). "6.1.11".Standard handbook of environmental science, health, and technology. McGraw-Hill Professional.ISBN 0-07-038309-X.
Nittinger, F.; Haring, E.; Pinsker, W.; Wink, M. & Gamauf, A. (2005):Out of Africa? Phylogenetic relationships between Falco biarmicus and other hierofalcons (Aves Falconidae). Journal of Zoological Systematics and Evolutionary Research 43(4): 321–331. doi:10.1111/j.1439-0469.2005.00326.x PDF fulltext
Pande, Satish; Yosef, Reuven; Mahabal, Anil (2009).Distribution of the Peregrine Falcon (Falco peregrinus babylonicus, F. p. calidus and F. p. peregrinator) in India with some notes on the nesting habits of the Shaheen Falcon. In Sielicki, Janusz. Peregrine Falcon populations – Status and Perspectives in the 21st Century. Mizera, Tadeusz. European Peregrine Falcon Working Group and Society for the Protection of Wild animals "Falcon", Poland and Turl Publishing & Poznan University of Life Sciences Press, Warsaw-Poznan. pp. 493–520.ISBN 978-83-920969-6-2.
Peters, J.L.; Mayr, E.; Cottrell, W. (1979).Check-list of Birds of the World. Museum of Comparative Zoology.
Peterson, R. T (1976):A Field Guide to the Birds of Texas: And Adjacent States. Houghton Mifflin Field Guides.ISBN 0-395-92138-4
Proctor, N.; Lynch, P. (1993).Manual of Ornithology: Avian Structure & Function. Yale University Press.ISBN 0-300-07619-3.
Sherrod, S.K. (1978).Diets of North American Falconiformes. Raptor Research 12 (3–4): 49–121.
Snow, D.W. (1998).The Complete Birds of the Western Palaearctic on CD-ROM. Oxford University Press.ISBN 0-19-268579-1.
Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998.The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
Strix. 2012.Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
Terres, J.K. (1991).The Audubon Society Encyclopedia of North American Birds. New York: Wings Books.ISBN 0-517-03288-0.
*Towry, R. K. (1987):Wildlife habitat requirements. Pages 73–210 in R. L. Hoover & D. L. Wills (editors) Managing Forested Lands for Wildlife. Colorado Division of Wildlife, Denver, Colorado, USA.
Treleaven, R.B. (1980).High and low intensity hunting in raptors. Zeitschrift für Tierpsychologie 54 (4): 339–345. doi:10.1111/j.1439-0310.1980.tb01250.x.
Tucker, V.A. (1998).Gliding flight: speed and acceleration of ideal falcons during diving and pull out (PDF). Journal of Experimental Biology 201 (3): 403–414
Tunstall, Marmaduke (1771).Ornithologia Britannica: seu Avium omnium Britannicarum tam terrestrium, quam aquaticarum catalogus, sermone Latino, Anglico et Gallico redditus: cui subjuctur appendix avec alennigenas, in Angliam raro advenientes, complectens (in Latin). London: J. Dixwell.
Walton, B.J.; Thelander, C.G. (1988).Peregrine falcon management efforts in California, Oregon, Washington, and Nevada. Peregrine falcon populations: their management and recovery (Boise, Idaho: The Peregrine Fund). pp. 587–598.
White, Clayton M.; Clum, Nancy J.; Cade, Tom J.; Hunt, W. Grainger (2002). Poole, A., ed.Peregrine Falcon (Falco peregrinus). The Birds of North America Online. Ithaca: Cornell Lab of Ornithology. doi:10.2173/bna.660.
Wink, M. & Sauer-Gürth, H. (2000):Advances in the molecular systematics of African raptors. In: Chancellor, R.D. & Meyburg, B.-U. (eds): Raptors at Risk: 135–147. WWGBP/Hancock House, Berlin/Blaine. PDF fulltext
Wink, M.; Döttlinger, H.; Nicholls, M. K. & Sauer-Gürth, H. (2000):Phylogenetic relationships between Black Shaheen (Falco peregrinus peregrinator), Red-naped Shaheen (F. pelegrinoides babylonicus) and Peregrines (F. peregrinus). In: Chancellor, R.D. & Meyburg, B.-U. (eds): Raptors at Risk: 853–857. WWGBP/Hancock House, Berlin/Blaine. PDF fulltext
Wink, M.; Sauer-Gürth, H.; Ellis, D. & Kenward, R. (2004):Phylogenetic relationships in the Hierofalco complex (Saker-, Gyr-, Lanner-, Laggar Falcon). In: Chancellor, R.D. & Meyburg, B.-U. (eds.): Raptors Worldwide: 499–504. WWGBP, Berlin. PDF fulltext
Wink, M.; Seibold, I.; Lotfikhah, F. & Bednarek, W. (1998):Molecular systematics of holarctic raptors (Order Falconiformes). In: Chancellor, R.D., Meyburg, B.-U. & Ferrero, J.J. (eds.): Holarctic Birds of Prey: 29–48. Adenex & WWGBP. PDF fulltext
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
Bertel Bruun,Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest,The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins,Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith,Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison,Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford,Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer,Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Enticott Jim and David Tipling:Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
Gray, Mary TaylorThe Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Handrinos & Akriotis,The Birds of Greece, Helm 1997
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Howard and Moore,Checklist of the Birds of the World, 2003.
Jim Flegg,Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Jobling, J. 1991.A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant,Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant,Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Linnaeus, Carolus (1758).Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Peter Colston and Philip Burton,Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp,Birds of Nepal, Helm 2000
Rob Hume, RSPBComplete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Valpy, Francis Edward Jackson,An Etymological Dictionary of the Latin Language
Βασίλη Κλεισούρα,Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη,Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Γιώργος Σφήκας,Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας,Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Ιωάννη Όντρια (I),Πανίδα της Ελλάδας, τόμοςΠτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II),Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ιωάννου Χατζημηνά,Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Ντίνου Απαλοδήμου,Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»