Η Ουγκάντα βρίσκεται στο κεντρικό αφρικανικό οροπέδιο. Στα βόρεια συνορεύει με τοΝότιο Σουδάν (σύνορα μήκους 475 χλμ.), στα ανατολικά με τηνΚένυα (σύνορα μήκους 814 χλμ.), στα νότια με τηνΤανζανία (σύνορα μήκους 391 χλμ.) και τηνΡουάντα (σύνορα μήκους 172 χλμ.) και στα δυτικά με τηΛαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (σύνορα μήκους 877 χλμ).[4]
Το ψηλότερο σημείο της χώρας είναι η κορυφή Μαργαρίτα (5.109 μ) σταόρη Ρουβενζόρι, στα σύνορα με τηΛαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ενώ το χαμηλότερο είναι ηλίμνη Αλβέρτου (620 μ). Το ψηλότερο ηφαίστειο της Ουγκάντας είναι τοόρος Έλγον. Η δυτικήμεγάλη ρηξιγενής κοιλάδα διέρχεται από τη χώρα και αποτελεί το χαμηλότερο υψομετρικό σημείο της Ουγκάντας. Οι τεκτονικές κινήσεις οι οποίες δημιούργησαν την κοιλάδα ανύψωσαν επίσης τα όρη Ρουβενζόρι. Το 90 % της χώρας βρίσκεται σε υψόμετρο 900 με 1.500 μέτρα και το υψόμετρο γενικά αυξάνει προς τα νότια. Στο νότιο τμήμα της χώρας βρίσκεται ηλίμνη Βικτόρια, μια από τη μεγαλύτερες λίμνες της Γης, στις όχθες της οποίας είναι κτισμένη η πρωτεύουσα της χώρας, η Καμπάλα. Στο κέντρο της χώρας βρίσκεται ηλίμνη Κιόγκα, η οποία περιβάλλεται από βάλτους.[5]
Σχεδόν όλη η Ουγκάντα βρίσκεται εντός της λεκάνης απορροής τουΝείλου. Ο Νείλος από τη λίμνη Βικτώρια εκβάλλει αρχικά στη λίμνη Κιόγκα και στη συνέχεια στη λίμνη Αλβέρτου. Μετά συνεχίζει την πορεία του προς τα βόρεια και τοΝότιο Σουδάν.
Επειδή η Ουγκάντα βρίσκεται στονισημερινό, το κλίμα της είναιτροπικό, αλλά λόγω του μεγάλου υψόμετρου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, με τις βορειότερες περιοχές να είναι θερμότερες (περίπου 25°C σε καθ'όλη τη διάρκεια του έτους) από τις νότιες (κάτω από τους 20°C) επειδή βρίσκονται σε μικρότερο υψόμετρο. Οιβροχοπτώσεις επηρεάζονται από τις κινήσεις της τροπικής ζώνης σύγκλισης και γενικά κάθε χρόνο υπάρχουν δύο εποχές των βροχών, μια από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο και άλλη μια από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο.[6] Όμως, εξαιτίας της εξάτμισης από τη λίμνη Βικτόρια, σε περιοχές που βρίσκονται κοντά σε αυτή μπορεί να εκδηλωθούν βροχοπτώσεις όλο τον χρόνο. Με την εξαίρεση των βορειοανατολικών περιοχών που είναιημιερημικές, με ύψος βροχής που μπορεί να μην ξεπεράσει τα 100 χιλιοστά τον χρόνο, η μέση βροχόπτωση στην Ουγκάντα είναι περίπου 1.000 με 2.000 χιλιοστά βροχής τον χρόνο,[7] ενώ στις περιοχές κοντά στη λίμνη Βικτόρια, όπως το αρχιπέλαγος Σσέσε, βρέχει ακόμη περισσότερο[5].
Οι κάτοικοι της περιοχής της Ουγκάντας ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες μέχρι περίπου 1.700 με 2.300 χρόνια πριν, όταν πληθυσμοίΜπαντού, πιθανόν από την κεντρική Αφρική, μετανάστευσαν στα νότια τμήματα της χώρας.[8][9] Μαζί τους έφεραν την τεχνογνωσία της μεταλλουργίας και νέες ιδέες σχετικά με την κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Η αυτοκρατορία των Κιτάρα, η οποία είναι γνωστή μέσα από την προφορική παράδοση των λαών της περιοχής, εκτεινόταν σε μεγάλο τμήμα της περιοχής των μεγάλων λιμνών, από τηλίμνη Αλβέρτου, τηλίμνη Ταγκανίγκα και τηλίμνη Βικτόρια, μέχρι τηλίμνη Κιόγκα. Το αρχηγείο τους βρισκόταν στο Ανκόλε. Τοβασίλειο Μπουνιόρο-Κιτάρα θεωρείται ότι είναι πρόδρομος των τεσσάρων παραδοσιακών βασιλείων της Ουγκαντάς, τωνΜπουγκάντα, Τόρο,Ανκόλε και Μπουσόγκα.[10] Στην περιοχή επίσης μετανάστευσαν από τα βόρεια οι Λούο και οι Άτεκερ. Τον 18ο αιώνα οι Μπουγκάντα άρχισαν να επεκτείνονται εις βάρος των Μπουνιόρο.[11]
Οι Άραβες έμποροι κινήθηκαν προς την ενδοχώρα από τις ακτές της ανατολικής Αφρικής τη δεκαετία του 1840 και να ανταλλάσσουν όπλα, ρούχα και χάντρες με ελεφαντόδοντο και σκλάβους[11]. Τους ακολούθησαν οι Βρετανοί εξερευνητές που αναζητούσαν τις πηγές τουΝείλου[12]:151 και οι προτεστάντεςιεραπόστολοι, οι οποίοι έφτασαν στην Ουγκάντα το 1877, ενώ οι καθολικοί ιεραπόστολοι έφτασαν το 1879,[13] μια κατάσταση που οδήγησε στον θάνατο των μαρτύρων της Ουγκάντας. Το Ηνωμένο Βασίλειο έθεσε την περιοχή υπό την εποπτεία τηςΒρετανικής Εταιρείας της Ανατολικής Αφρικής το 1888 και το 1894 η Ουγκάντα έγινε προτεκτοράτο του Ηνωμένου Βασιλείου. Τη δεκαετία του 1890, οι Βρετανοί, για την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Ουγκάντας, ο οποίος συνέδεε την ενδοχώρα της Κένυας και της Ουγκάντας με το λιμάνιΜομπάσα, έφεραν 32.000 εργάτες από τη Βρετανική Ινδία. Αν και οι περισσότεροι επέστρεψαν στην Ινδία, 6.724 αποφάσισαν να παραμείνουν. Το 1900 οι Βρετανοί και οι Μπουγκάντα υπογράφουν συμφωνία ώστε η Ουγκάντα να γίνει συνταγματική μοναρχία υπό τον έλεγχο προτεσταντών αρχηγών. Την τελική μορφή του προτεκτοράτο της Ουγκάντας την πήρε το 1914, όταν οι ανατολικές επαρχίες έγιναν τμήμα της Κένυας.[11]
Αρουραίοι μεβουβωνική πανώλη έφτασαν στην Ουγκάντα, αφότου είχαν ανέβει σε βρετανικά πλοία, και διέδωσαν την ασθένεια, με αποτέλεσμα πάνω από ένα εκατομμύριο άτομα να πεθάνουν στις αρχές του 20ού αιώνα σε μια επιδημία η οποία έγινε γνωστή ως Μαύρη Πανώλη.[14] Από το 1900 μέχρι το 1920, μια επιδημίαασθένειας του ύπνου σκότωσε πάνω 250.000 ανθρώπους.[15]
Η Ουγκάντα ανεξαρτητοποιήθηκε από τη Βρετανία τις9 Οκτωβρίου1962, αλλά παρέμεινε μέλος τηςΚοινοπολιτείας των Εθνών. Στις πρώτες εκλογές μετά την ανεξαρτησία, κέρδισε η συμμαχία ανάμεσα στο Λαϊκό Κογκρέσο της Ουγκάντας (UPC) και το Καμπάκα Γιέκα (KY), τα οποία σχημάτισαν την πρώτη κυβέρνηση με εκτελεστικό πρωθυπουργό τονΜίλτον Ομπότε, ενώ ο Μπουγκάντα Καμπάκα (βασιλειάς)Μουτέσα Β΄ κατέλαβε την εν πολλοίς εθιμοτυπική θέση του προέδρου.[16][17]
Το 1966, μετά από μια διαμάχη για εξουσία ανάμεσα στην κυβέρνηση του Ομπότε και τον βασιλιά Μουτέσα, το κοινοβούλιο, στο οποίο το UPC είχε την πλειοψηφία, άλλαξε το σύνταγμα και κατάργησε την εθιμοτυπική θέση του προέδρου. Το 1967, με ένα νέο σύνταγμα, η Ουγκάντα ανακηρύχθηκε δημοκρατία και τα παραδοσιακά βασίλεια καταργήθηκαν. Ο Ομπότε, χωρίς να συγκαλέσει εκλογές, αυτοανακηρύσσεται εκτελεστικός πρόεδρος.[18]
Το 1971, ύστερα από πραξικόπημα, τον έλεγχο της χώρας ανέλαβε ο δικτάτοραςΙντί Αμίν. Ο Αμίν κυβερνούσε με τον στρατό για τα επόμενα οχτώ χρόνια[19] και πραγματοποίησε μαζικές εκτελέσεις εντός της χώρας για να διατηρήσει την εξουσία του. Υπολογίζεται ότι περίπου 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του, ιδίως στον βορρά, που τον είχε συσχετίσει με τους πιστούς στον Ομπότε.[20] Πέρα από τις θηριωδίες του, απέλασε την ινδική μειονότητα της χώρας (περίπου 70.000 άτομα), η οποία έλεγχε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα η οικονομία της χώρας να καταρρεύσει.[21][22] Το 1978, η Ουγκάνταεισέβαλε στην Τανζανία ώστε να προσαρτήσει την επαρχία Καγκέρα, αλλά ο στρατός της Τανζανίας απέκρουσε την επίθεση και εισέβαλε στην Ουγκάντα, με αποτέλεσμα να τερματιστεί η δικτατορία του Αμίν.
Με την πτώση του Αμίν, πρόεδρος της Ουγκάντας ορίστηκε οΓκόντφρεϊ Μπιναΐσα, αλλά σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Μίλτον Ομπότε, ο οποίος ανατράπηκε το 1985 με πραξικόπημα από τονΤίτο Οκέλο. Όμως, ο Οκέλο ανατράπηκε ύστερα από έξι μήνες μετά απόανταρτοπόλεμο που διεξήγαγε ο Εθνικός Αντιστασιακός Στρατός. Πρόεδρος της χώρας ορίστηκε οΓιουέρι Μουσέβενι, ηγέτης του Εθνικού Αντιστασικού Στρατού.[11] Οι δραστηριότητες των πολιτικών κομμάτων περιορίστηκαν και παρέμειναν έτσι ως το 2005. Στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές, το 2006, επικράτησε ο Γιουέρι Μουσέβενι, αλλά υπήρχαν κατηγορίες για νοθεία. Η προεδρία του Μουσέβενι χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα και οικονομική ανάπτυξη[4].
Το 1997, η Ουγκάντα εισέβαλε στο Ζαΐρ για να εκθρονίσει τονΜομπούτου Σέσε Σέκο. Απέσυρε τα στρατεύματά της το 2003.[11] Στο βόρειο τμήμα της χώρας δρα η αντάρτικη ομάδαΣτρατός Αντίστασης του Κυρίου (LRA), παρά τις προσπάθειες για να περιοριστεί η δράση της. Ύστερα από συμφωνία το 2006, η οργάνωση αποχώρησε από την Ουγκάντα.
Στις προεδρικές εκλογές του 2011, Ο πρόεδρος Μουσέβενι επανεξελέγη για μία ακόμα θητεία με ποσοστό 68,3%, έναντι 26% για τον επικεφαλής των υποψηφίων της αντιπολίτευσης,Κίτσα Μπεσίγκγιε. Η αντιπολίτευση στηλίτευσε το γεγονός ότι η εκλογική επιτροπή ήταν διορισμένη από την κυβέρνηση και μίλησε για νοθεία και για δωροδοκία των ψηφοφόρων με υψηλά χρηματικά ποσά[23].
Ο πληθυσμός της Ουγκάντα από το 1961 μέχρι το 2013
Η χώρα αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημαυπερπληθυσμού.[24] Ο πληθυσμός της Ουγκάντας αυξήθηκε από 9,5 εκατομμύρια το 1969 σε 34,9 εκατομμύρια το 2014. Σε σχέση με την τελευταία απογραφή (Σεπτέμβριος 2002), ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 10,6 εκατομμύρια τα τελευταία 12 χρόνια.[25] Η Ουγκάντα έχει πολύ νεαρό πληθυσμό: η διάμεση ηλικία στα 16 χρόνια είναι η χαμηλότερη στον κόσμο (εκτίμηση 2018).[4] Η Ουγκάντα έχει τον έβδομο μεγαλύτερο ρυθμό γονιμότητας στον κόσμο, με 5,62 γεννήσεις/γυναίκα (εκτίμηση 2018).[4]
Σήμερα στη χώρα ομιλούνται περίπου σαράντα διαφορετικές γλώσσες. Αυτές χωρίζονται κυρίως σε δύο κύριες οικογένειες γλωσσών:Νιγηροκονγκολεζικές (κλάδος Μπαντού) καιΝειλοσαχάριες (νειλοτικός και κεντροσουδανικός κλάδος). Τααγγλικά έγιναν η επίσημη γλώσσα της Ουγκάντας μετά την ανεξαρτησία και στη χώρα ομιλείται μια τοπική παραλλαγή της αγγλικής. Επιπλέον, όλα τα σχολεία και πανεπιστήμια της Ουγκάντας απαιτείται από τον νόμο να διδάσκουν αγγλικά. Παρόλα αυτά, το 72% των κατοίκων της χώρας δεν μιλάει αγγλικά, το 22% μιλάει λίγα αγγλικά και το 6% τα μιλάει άπταιστα.
Η πιο ευρέως ομιλούμενη τοπική γλωσσά είναι ηΛουγκάντα, την οποία ομιλούν κυρίως οι Μπαγκάντα στην περιοχή της Καμπάλα (πρωτεύουσα) και στις γύρω περιοχές. Ακολουθούν οι γλώσσες Λουσόγκα και Ρουνιανκόρε-Ρουκίγκα, οι οποίες ομιλούνται κυρίως στο νοτιοανατολικό και στο νοτιοδυτικό τμήμα της Ουγκάντα αντίστοιχα.
Τασουαχίλι, τα οποία είναι μια κοινή γλώσσα στην περιοχή των μεγάλων λιμνών της Αφρικής, εγκρίθηκαν ως η δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας το 2005.[27][28] Τα σουαχίλι ομιλούνται κυρίως στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ουγκάντα είναι ηΚαμπάλα (1.516.210 κατ.). Άλλες πόλεις είναι ηΜπαράρα (195.013 κάτ.), ηΓκουλού (Ουγκάντα) (152.300 κάτ.), η Λίρα (99.059 κατ) και ηΤζίντζα (93.061 κατ).[32]