Το Κέτσκεμετ βρίσκεται στη μέση της διαδρομής μεταξύ τηςΒουδαπέστης και τουΣέγκεντ, της τρίτης μεγαλύτερης πόλης της χώρας. Απέχει 86 χιλιόμετρα από τις δύο πόλεις. Βρίσκεται σε σχεδόν ίση απόσταση από τονΔούναβη και τονΤίσα. Είναι το βόρειο από τα δύο κέντρα τηςΝότιας Μεγάλης Πεδιάδας (ουγγρικά:Dél-Alföld), η οποία αποτελείται από τιςεπαρχίες Μπατς-Κίσκουν,Μπέκες καιΤσόνγκραντ. Το νότιο κέντρο είναι το Σέγκεντ, η έδρα της επαρχίας Τσόνγκραντ. Το 2020 είχε 110.378 κατοίκους σύμφωνα με εκτίμηση.
Ο αρχαίος οικισμός που υπήρχε στην σημερινή θέση του Κέτσκεμετ κατεστράφη πλήρως από την εισβολή τωνΜογγόλων τον 13ο αιώνα. Ωστόσο, λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής της θέσης, στο σταυροδρόμι σημαντικών εμπορικών οδών, το Κέτσκεμετ αποκαταστάθηκε ως πόλη. Το 1368, ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ ο Μέγας απέδωσε δικαιώματα πόλης στο Κέτσκεμετ.
Τον 16ο-17ο αιώνα, η πόλη, όπως και όλη ηΚεντρική Ουγγαρία, ήταν υπόοθωμανική κυριαρχία. Το Κέτσκεμετ πλήρωνε φόρους στονπασά της Βουδαπέστης, με αποτέλεσμα η πόλη να είναι προστατευμένη και να μην υποστεί απειλές από τους Τούρκους. Επίσης πολλοί κάτοικοι από γύρω περιοχές κατέφευγαν στο Κέτσκεμετ.
Τον 18ο αιώνα, η κτηνοτροφία αναπτύχθηκε εντατικά στην περιοχή της πόλης. Τον 19ο αιώνα αναπτύχθηκε στην θέση της η αμπελουργία και η κηπουρική. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το Κέτσκεμετ έγινε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο στην περιοχή. Η ευημερία της πόλης αντικατοπτρίστηκε αισθητά στην εμφάνισή της: χτίστηκαν αρκετά πολυτελή παλάτια, ένα νέο δημαρχείο, μια εκκλησία και ένα γυμνάσιο, καθώς και άλλα αξιοσημείωτα κτίρια.