ΗΙνδία ήΜπαράτ[8], επισήμωςΔημοκρατία της Ινδίας ήΔημοκρατία του Μπαράτ (χίντι: भारत गणराज्य(δεβ.),Bhārat Ganarājya(μετ.)) είναι χώρα στηΝότια Ασία. Είναι επισήμως η πρώτη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε πληθυσμό με 1.417.492.000 κατοίκους[4] (σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2025), ενώ με βάση τον ΟΗΕ είναι η μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως σε πληθυσμό με 1.450.936.000 κατοίκους σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2024[9]. Σε έκταση είναι η έβδομη μεγαλύτερη σε έκταση με 3.287.263τ.χλμ.[α][10] Εκτείνεται ανάμεσα σταΙμαλάια όρη και τονΙνδικό ωκεανό από τον οποίο ορίζεται στα νότια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά. Συνορεύει ανατολικά με τοΜπανγκλαντές και τηΜιανμάρ, βόρεια με τηνΚίνα και τα κρατίδιαΜπουτάν,Νεπάλ, βορειοδυτικά με τοΠακιστάν, ενώ δυτικά βρέχεται από τηνΑραβική θάλασσα και νότια-νοτιοανατολικά από τον Ινδικό ωκεανό και τονκόλπο της Βεγγάλης.
Η Ινδία, κατά τη διάρκεια της ιστορίας υπήρξε κοιτίδα και σταυροδρόμι πολλών σημαντικών πολιτισμών και θρησκειών. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σταδιακάυποτάχθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ το1947 απέκτησε την ανεξαρτησία της μετά από γενικευμένο αγώνααυτοδιάθεσης που χαρακτηρίστηκε από μη βίαιες αντιδράσεις. Σήμερα η Ινδία είναι από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες, παρόλο που η φτώχεια παραμένει έντονο κοινωνικό φαινόμενο.
Εθνικά σύμβολα της δημοκρατίας της Ινδίας (επίσημα)
Η ονομασίαΙνδία προέρχεται από το όνομα του ποταμούΙνδού, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από την αρχαίαπερσική λέξηΧίντου, ή από τησανσκριτικήΣχίντου, η οποία σημαίνει «ποταμός» και αναφέρεται ιδιαίτερα στον Ινδό ποταμό και τον κατοικημένο κατώτερο ρου του.[11][12] Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τον όροΙνδοί, αναφερόμενοι στους ανθρώπους από τον Ινδό ποταμό.[13]
Το σύνταγμα της σύγχρονης Ινδίας αναγνωρίζει τη λέξη Μπαράτ ως επίσημη ονομασία της χώρας,[14][15] κάτι που χρησιμοποιείται και στην καθημερινότητα αρκετών γλωσσών στη χώρα. Η ονομασία Μπαράτ προέρχεται από τον μυθικό βασιλιά Μπαράτα της ινδικής μυθολογίας. Η λέξηΧιντουστάν, αρχικά περσική έκφραση με σημασίαη χώρα των Ινδών, χρησιμοποιείται επίσης περιστασιακά ως συνώνυμο όλης της χώρας αλλά για την Ινδία και Πακιστάν.[14][16][17]
Πριν από 55.000 χρόνια, οι πρώτοι σύγχρονοι άνθρωποι, ήHomo sapiens, είχαν φτάσει στην Ινδική υποήπειρο από την Αφρική, όπου είχαν εξελιχθεί νωρίτερα.[18][19][20] Τα παλαιότερα γνωστά σύγχρονα ανθρώπινα υπολείμματα στη Νότια Ασία χρονολογούνται πριν από περίπου 30.000 χρόνια.[18] Μετά το 6500 π.Χ., υπάρχουν ενδείξεις στοιχεία για εξημέρωση ζώων και καλλιεργειών τροφίμων, κατασκευή μόνιμων κατασκευών και αποθήκευση γεωργικού πλεονάσματος στοΜεχργκάρχ και σε άλλες τοποθεσίες στο σημερινόΜπαλουχιστάν του Πακιστάν.[21] Σταδιακά εξελίχθηκαν στονπολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού,[22][21] τον πρώτο αστικό πολιτισμό στη Νότια Ασία,[23] που άκμασε κατά το 2500–1900 π.Χ. στο σημερινό Πακιστάν και τη δυτική Ινδία.[24] Επικεντρωμένος γύρω από πόλεις όπως τοΜοχέντζο-ντάρο, ηΧαράπα, ηΝτολαβίρα και τοΚαλιμπανγκάν, και στηριζόμενος σε ποικίλες μορφές επιβίωσης, ο πολιτισμός ασχολήθηκε δυναμικά με την βιοτεχνία και το εμπόριο.[23]
Κατά την περίοδο 2000–500 π.Χ., πολλές περιοχές της υποηπείρου πέρασαν από τους πολιτισμούς τηςχαλκολιθικής εποχής στους πολιτισμούς τηςεποχής του σιδήρου.[25] ΟιΒέδες, οι αρχαιότερες γραφές που συνδέονται με τον Ινδουισμό,[26] συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου,[27] και οι ιστορικοί τις ανέλυσαν για να υποθέσουν ένανΒεδικό πολιτισμό στην περιοχή τουΠαντζάμπ και στην άνω Πεδιάδα του Γάγγη.[25] Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν επίσης ότι αυτή η περίοδος περιλάμβανε πολλά κύματα μετανάστευσηςΙνδο-Αρίων στην υποήπειρο από τα βορειοδυτικά.[26] Το σύστημα τωνκαστών, που δημιούργησε μια ιεραρχία ιερέων, πολεμιστών και ελεύθερων αγροτών, αλλά που απέκλειε τους αυτόχθονες πληθυσμούς χαρακτηρίζοντας τα επαγγέλματά τους ακάθαρτα, προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.[28] Στο οροπέδιο του Ντεκάν, αρχαιολογικά στοιχεία αυτής της περιόδου υποδηλώνουν την ύπαρξη ενός βασικού σταδίου πολιτικής οργάνωσης.[25] Στη Νότια Ινδία, η εξέλιξη προς την καθιστική ζωή υποδηλώνεται από τον μεγάλο αριθμόμεγαλιθικών μνημείων που χρονολογούνται από αυτήν την περίοδο,[29] καθώς και από κοντινά ίχνη γεωργίας, δεξαμενών άρδευσης και παραδόσεις χειροτεχνίας.[29]
Στην ύστερη βεδική περίοδο, γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ., τα μικρά κράτη και ηγεμονίες της πεδιάδας του Γάγγη και των βορειοδυτικών περιοχών είχαν ενοποιηθεί σε 16 μεγάλες ολιγαρχίες και μοναρχίες που ήταν γνωστές ως μαχατζαναπάντα.[30][31] Η αστικοποίηση οδήγησε σε μη βεδικά θρησκευτικά κινήματα, δύο από τα οποία έγιναν ανεξάρτητες θρησκείες. ΟΤζαϊνισμός έγινε γνωστός κατά τη διάρκεια της ζωής του υποδείγματός του,Μαχαβίρα.[32] ΟΒουδισμός, βασισμένος στις διδασκαλίες τουΓκαουτάμα Βούδα, προσέλκυσε οπαδούς από όλες τις κοινωνικές τάξεις εκτός από τη μεσαία τάξη. Η καταγραφή της ζωής του Βούδα ήταν κεντρική στις απαρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας στην Ινδία.[33][34][35] Σε μια εποχή αυξανόμενου αστικού πλούτου, και οι δύο θρησκείες υποστήριξαν την απάρνηση ως ιδανικό[36] και αμφότερες καθιέρωσαν μακροχρόνιες μοναστικές παραδόσεις. Πολιτικά, μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ., το βασίλειο τηςΜαγκάντα είχε προσαρτήσει ή περιορίσει άλλα κράτη για να αναδυθει ως ηΑυτοκρατορία των Μαουρύα.[37] Η αυτοκρατορία εθεωρείτο κάποτε ότι έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της υποηπείρου εκτός από τον μακρινό νότο, αλλά οι περιοχές του πυρήνα της πιστεύεται τώρα ότι χωρίζονταν από μεγάλες αυτόνομες περιοχές.[38][39] Οι Μαουρύα βασιλιάδες είναι γνωστοί τόσο για την οικοδόμηση αυτοκρατοριών και την αποφασιστική διαχείριση της δημόσιας ζωής όσο και για την αποκήρυξη του μιλιταρισμού από τονΑσόκα και την εκτεταμένη υπεράσπιση του βουδιστικούντάρμα.[40][41]
Η γραμματεία Σανγκάμ της γλώσσας των Ταμίλ αποκαλύπτει ότι, μεταξύ 200 π.Χ. και 200 μ.Χ., η νότια χερσόνησος διοικούνταν από τους Τσέρας, τους Τσόλας και τους Παντίας, δυναστείες που εμπορεύονταν εκτενώς με τηΡωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Δυτική και Νοτιοανατολική Ασία.[42][43] Τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ηΑυτοκρατορία Γκούπτα είχε δημιουργήσει ένα περίπλοκο σύστημα διοίκησης και φορολογίας στην ευρύτερη πεδιάδα του Γάγγη το οποίο έγινε πρότυπο για μεταγενέστερα ινδικά βασίλεια.[44][37] Υπό τους Γκούπτα, ένας ανανεωμένος Ινδουισμός που βασιζόταν στην αφοσίωση και όχι στη διαχείριση της τελετουργίας, άρχισε να επιβάλλεται.[45] Αυτή η ανανέωση αντικατοπτρίστηκε στην άνθηση της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής, που βρήκε θιασώτες στην αστική ελίτ.[37] Η κλασική σανσκριτική λογοτεχνία άνθισε επίσης, και η ινδική επιστήμη, η αστρονομία, η ιατρική και τα μαθηματικά σημείωσαν σημαντική πρόοδο.[37]
Η ινδική πρώιμη μεσαιωνική εποχή, από το 600 έως το 1200 μ.Χ., ορίζεται από τα περιφερειακά βασίλεια και την πολιτιστική ποικιλομορφία.[46] Όταν οΧάρσα τουΚανότζ, ο οποίος κυβέρνησε μεγάλο μέρος της Ινδο-Γαγγικής Πεδιάδας από το 606 έως το 647 Κ.Ε., προσπάθησε να επεκταθεί προς τα νότια, νικήθηκε από τον ηγεμόναΤσαλουκία του Ντεκάν.[47] Όταν ο διάδοχός του προσπάθησε να επεκταθεί προς τα ανατολικά, ηττήθηκε από τονΠάλα βασιλιά τηςΒεγγάλης.[47] Όταν οι Τσαλουκία προσπάθησαν να επεκταθούν προς τα νότια, ηττήθηκαν από τουςΠαλάβα από πιο νότια, οι οποίοι με τη σειρά τους βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Παντία καιΤσόλα από ακόμα πιο νότια.[47] Κανένας ηγεμόνας αυτής της περιόδου δεν μπόρεσε να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία και να ελέγχει με συνέπεια εδάφη πολύ πέρα από την περιοχή του πυρήνα του.[46] Το σύστημα των καστών, κατά συνέπεια, άρχισε να παρουσιάζει περιφερειακές διαφορές.[48] Παράλληλα άρχισαν να κατασκευάζονται μεγαλοπρεπείς ναοί σε διάφορες πόλεις.[49]
Μετά τον 10ο αιώνα, οιμουσουλμανικέςνομαδικές φυλές της Κεντρικής Ασίας, χρησιμοποιώντας ιππικό και δημιουργώντας τεράστιους στρατούς ενωμένους με βάση την εθνικότητα και τη θρησκεία, κατέλαβαν επανειλημμένα τις βορειοδυτικές πεδιάδες της Νότιας Ασίας, οδηγώντας τελικά στην ίδρυση του ΙσλαμικούΣουλτανάτου του Δελχί το 1206.[50] Το σουλτανάτο έπρεπε να ελέγχει μεγάλο μέρος της Βόρειας Ινδίας και να κάνει πολλές επιδρομές στη Νότια Ινδία. Αν και στην αρχή ενοχλούσε τις ινδικές ελίτ, το σουλτανάτο άφησε σε μεγάλο βαθμό τον τεράστιο μη μουσουλμανικό πληθυσμό του να ασκεί τους δικούς του νόμους και έθιμα.[51][52] Απωθώντας επανειλημμένα τουςΜογγόλους επιδρομείς τον 13ο αιώνα, το σουλτανάτο έσωσε την Ινδία από την καταστροφή που προκλήθηκε στη Δυτική και Κεντρική Ασία, δημιουργώντας το σκηνικό για αιώνες μετανάστευσης φυγάδων στρατιωτών, λογίων, μυστικιστών, εμπόρων, καλλιτεχνών και τεχνιτών από αυτή την περιοχή στην υποήπειρο, δημιουργώντας έτσι έναν συγκριτικό ινδο-ισλαμικό πολιτισμό στο βορρά.[53][54] Η επιδρομή του σουλτανάτου και η αποδυνάμωση των περιφερειακών βασιλείων της Νότιας Ινδίας άνοιξε το δρόμο για τηναυτοκρατορία των Βιτζαγιαναγκάρα,[55] η οποία έφτασε να ελέγξει μεγάλο μέρος της ινδικής χερσονήσου[56] και επρόκειτο να επηρεάσει την κοινωνία της Νότιας Ινδίας για πολύ αργότερα.[55]
Στις αρχές του 16ου αιώνα, η βόρεια Ινδία, τότε υπό κυρίως μουσουλμάνους ηγεμόνες,[57] καταλήφθηκε από τους Μογγόλους της Κεντρικής Ασίας.[58] Ηαυτοκρατορία των Μουγκάλ που προέκυψε δεν εξάλειψε τις τοπικές κοινωνίες που κυβερνούσε. Αντίθετα, τις εξισορρόπησε και τις ειρήνευσε μέσω νέων διοικητικών πρακτικών[59][60] και διαφορετικών και περιεκτικών κυβερνώντων ελίτ,[61] οδηγώντας σε πιο συστηματική, συγκεντρωτική και ομοιόμορφη διακυβέρνηση.[62] Αποφεύγοντας τους φυλετικούς δεσμούς και την ισλαμική ταυτότητα, ειδικά υπό τονΆκμπαρ, οι Μουγκάλ ένωσαν τις μακρινές επικράτιες μέσω της πίστης, που εκφραζόταν μέσω μιας περσοποιημένης κουλτούρας, σε έναν αυτοκράτορα που είχε σχεδόν θεϊκό καθεστώς.[61] Οι οικονομικές πολιτικές του κράτους των Μουγκάλ, που αντλούν τα περισσότερα έσοδα από τη γεωργία[63] και επιβάλλουν την πληρωμή των φόρων στο καλά ρυθμισμένο ασημένιο νόμισμα,[64] ώθησε τους αγρότες και τους τεχνίτες να εισέλθουν σε μεγαλύτερες αγορές.[62] Η σχετική ειρήνη που διατήρησε η αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 17ου αιώνα ήταν ένας παράγοντας για την οικονομική επέκταση της Ινδίας,[62] με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη προστασία της ζωγραφικής, των λογοτεχνικών μορφών, των υφασμάτων και της αρχιτεκτονικής.[65]
Πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής διείσδυσης υπήρξαν οιΠορτογάλοι. ΟΒάσκο ντα Γκάμα, που ονομάστηκε αντιβασιλιάς της Πορτογαλίας στην Ινδία το 1524, θεμελίωσε την εκεί πορτογαλική κυριαρχία. Αυτή διήρκεσε πολλές δεκάδες χρόνια και υπήρξε απόλυτη στη δυτική ακτή της ινδικής χερσονήσου. Κατά τις αρχές του 17ου αιώνα αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τους Πορτογάλους οιΟλλανδοί και κυρίως οιΒρετανοί. Αυτοί, με την «Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών»[66][67] που έγινε πανίσχυρη, απέκτησαν σημαντικά πρακτορεία και προνόμια στην Ινδία. Επί δυο αιώνες (17ο και 18ο) αγγλικά και γαλλικά συμφέροντα ανταγωνίζονταν στην Ινδία με αποτέλεσμα να επεκτείνουν βαθμηδόν την επιρροή τους, άλλοτε με τη βία και άλλοτε με την υπογραφή συμφωνιών με τους ντόπιους ηγεμόνες σ' όλη την ινδική χερσόνησο και μέχρι το 1765 είχαν επικρατήσει έναντι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών στη Βεγγάλη.[68][66][69][70] Μέχρι τη δεκαετία του 1820 ήλεγχαν το μεγαλύτερο τμήμα της Ινδίας.[71] Η Ινδία τότε δεν εξήγαγε πλέον μεταποιημένα αγαθά όπως εξήγαγε εδώ και καιρό, αλλά προμήθευε τη Βρετανική Αυτοκρατορία με πρώτες ύλες. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι αυτή είναι η αρχή της αποικιακής περιόδου της Ινδίας.[66]
Οι ιστορικοί θεωρούν ότι η σύγχρονη εποχή της Ινδίας ξεκίνησε κάπου μεταξύ 1848 και 1885. Ο διορισμός το 1848 του Λόρδου Νταλχάουζι ως Γενικού Κυβερνήτη της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών έθεσε το έδαφος για αλλαγές απαραίτητες για ένα σύγχρονο κράτος. Αυτά περιελάμβαναν την εδραίωση και οριοθέτηση της κυριαρχίας, την επιτήρηση του πληθυσμού και την εκπαίδευση των πολιτών. Οι τεχνολογικές αλλαγές —μεταξύ αυτών, οι σιδηρόδρομοι, τα κανάλια και ο τηλέγραφος— εισήχθησαν λίγο μετά την εισαγωγή τους στην Ευρώπη.[72][73][74][75] Ωστόσο, η δυσαρέσκεια με την εταιρεία αυξήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και πυροδότησε τηνΙνδική Εξέγερση του 1857. Τροφοδοτημένοι από ποικίλες δυσαρέσκειες και αντιλήψεις, συμπεριλαμβανομένων επεμβατικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων βρετανικού τύπου, σκληρών φόρων γης και ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων πλούσιων γαιοκτημόνων και πριγκίπων, η εξέγερση συγκλόνισε πολλές περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ινδίας και κλόνισε τα θεμέλια της κυριαρχίας της Εταιρείας.[76][77] Αν και η εξέγερση κατεστάλη μέχρι το 1858, οδήγησε στη διάλυση της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και στηνάμεση διοίκηση της Ινδίας από τη βρετανική κυβέρνηση. Διακηρύσσοντας ένα ενιαίο κράτος και ένα σταδιακό αλλά περιορισμένο κοινοβουλευτικό σύστημα βρετανικού τύπου, οι νέοι ηγεμόνες προστάτευαν επίσης πρίγκιπες και γαιοκτήμονες ως φεουδαρχική ασφάλεια έναντι μελλοντικών αναταραχών.[78][79] Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η δημόσια ζωή εμφανίστηκε σταδιακά σε όλη την Ινδία, οδηγώντας τελικά στην ίδρυση τουΙνδικού Εθνικού Κογκρέσου το 1885.[80][81][82][83]
Η Βρετανική Ινδία το 1909
Η είσοδος της τεχνολογίας και η εμπορευματοποίηση της γεωργίας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα χαρακτηρίστηκε από οικονομικές οπισθοδρομήσεις και πολλοί μικροκαλλιεργητές εξαρτήθηκαν από τις ιδιοτροπίες μακρινών αγορών.[84] Υπήρξε αύξηση στον αριθμό των λιμών μεγάλης κλίμακας,[85] και, παρά τους κινδύνους ανάπτυξης της υποδομής που βάραιναν τους Ινδούς φορολογούμενους, δημιουργήθηκε μικρή βιομηχανική απασχόληση για τους Ινδούς.[86] Υπήρχαν επίσης ευεργετικά αποτελέσματα: οι εμπορικές καλλιέργειες, ειδικά στο Παντζάμπ, οδήγησαν σε αυξημένη παραγωγή τροφίμων για εσωτερική κατανάλωση.[87] Το σιδηροδρομικό δίκτυο παρείχε κρίσιμη ανακούφιση από την πείνα,[88] μείωσε σημαντικά το κόστος μετακίνησης εμπορευμάτων[88] και βοήθησε την εκκολαπτόμενη ινδική βιομηχανία.[87]
Μετά τονΑ' Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο υπηρέτησαν περίπου ένα εκατομμύριο Ινδοί,[89] ξεκίνησε μια νέα περίοδος. Χαρακτηρίστηκε από βρετανικές μεταρρυθμίσεις αλλά και κατασταλτική νομοθεσία, από πιο έντονες εκκλήσεις για αυτοκυβέρνηση και από τις απαρχές ενός κινήματος «παθητικής αντίστασης», του οποίου οΜαχάτμα Γκάντι θα γινόταν ο ηγέτης και σύμβολο.[90] Κατά τη δεκαετία του 1930, οι Βρετανοί προχώρησαν σε αργή νομοθετική μεταρρύθμιση και το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο κέρδισε νίκες στις εκλογές που προέκυψαν.[91] Η επόμενη δεκαετία πλαισιώθηκε από κρίσεις: συμμετοχή των Ινδών στονΒ' Παγκόσμιο Πόλεμο, η τελική ώθηση του Κογκρέσου για μη συνεργασία και μια έξαρση του μουσουλμανικού εθνικισμού. Όλα περιορίστηκαν από την έλευση της ανεξαρτησίας το 1947, αλλά μετριάστηκαν από τηδιαίρεση της Ινδίας σε δύο κράτη: την Ινδία και τοΠακιστάν.[92]
Ζωτικής σημασίας για την αυτοεικόνα της Ινδίας ως ανεξάρτητου έθνους ήταν το σύνταγμά της, που ολοκληρώθηκε το 1950, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή μια κοσμική και δημοκρατική δημοκρατία.[93] Η σινο-ινδική παραμεθόριος διένεξη προσέλαβε το1962 διαστάσεις διεθνούς αλλά και εσωτερικής κρίσης στην Ινδία, όταν τον Οκτώβριοκινεζικά στρατεύματαεισέβαλαν στο ινδικό έδαφος, στις βορειοανατολικές περιοχές πάντω από το κρατίδιο τουΆσαμ. Ήδη από το1956 η Κίνα, επιδιώκοντας τη συνένωση των νοτιοανατολικών περιοχών της με τοΘιβέτ, κατέλαβε τμήμα εδάφους στη βορειοδυτική Ινδία. Στην εύθραυστη Ινδία του 1962, το δεξιό κόμμα τωνΙνδουιστών, αλλά και φοιτητές, διαδήλωναν στοΝέο Δελχί. Όταν μετά τις σφοδρές συγκρούσεις οι Κινέζοι προωθήθηκαν και οι Ινδοί υποχωρούσαν, διαδηλωτές ζητούσαν αδιαλλαξία, ενώ εκατοντάδες γυναίκες «τέθηκαν στη διάθεση του έθνους» σε πορεία στηνΚαλκούτα. Η κρίση έληξε με κατάπαυση του πυρός τον Δεκέμβριο του 1962, αφού προηγουμένως οΤζαβαχαρλάλ Νεχρού ζήτησε βοήθεια από τιςΗ.Π.Α.[94]
Κατά τη δεκαετία του 1990 έγινε φιλελευθεροποίηση της οικονομίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία αστικής μέσης τάξης, μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες του κόσμου[95] και αύξησε τη γεωπολιτική της επιρροή. Οι ινδικές ταινίες, η μουσική και οι πνευματικές διδασκαλίες παίζουν έναν αυξανόμενο ρόλο στον παγκόσμιο πολιτισμό.[96] Ωστόσο, η Ινδία διαμορφώνεται επίσης από τη φαινομενικά ανυποχώρητη φτώχεια, τόσο στην ύπαιθρο όσο και στην αστική,[96] από τη θρησκευτική βία και τη βία που σχετίζεται με τις κάστες·[97] από τις εξεγέρσεις των μαοϊστών Ναξαλιτών·[98] και από τον αυτονομισμό στο Τζαμού και Κασμίρ και στα βορειοανατολικά Ινδία.[99] Έχει ανεπίλυτες εδαφικές διαφορές με την Κίνα[100] και το Πακιστάν.[100] Οι διατηρούμενες δημοκρατικές ελευθερίες της Ινδίας είναι μοναδικές μεταξύ των νεότερων εθνών του κόσμου. Ωστόσο, παρά τις πρόσφατες οικονομικές επιτυχίες της, η απελευθέρωση από την έλλειψη για τον μειονεκτούντα πληθυσμό της παραμένει ένας στόχος που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί.[101]
Η Ινδία αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της ινδικής υποηπείρου, που βρίσκεται στην κορυφή τηςινδικής τεκτονικής πλάκας, μέρος τηςΙνδο-αυστραλιανής πλάκας.[102] Οι καθοριστικές γεωλογικές διεργασίες της Ινδίας ξεκίνησαν πριν από 75 εκατομμύρια χρόνια όταν η Ινδική πλάκα, τότε μέρος της νότιας υπερηπείρουΓκοντβάνα, ξεκίνησε τη μετατόπιση προς τα βορειοανατολικά που προκλήθηκε από την επέκταση του θαλάσσιου πυθμένα στα νοτιοδυτικά της, και αργότερα, νότια και νοτιοανατολικά.[102] Ταυτόχρονα, ο τεράστιος ωκεάνιος φλοιός τηςΤηθύος, στα βορειοανατολικά της, άρχισε να καταβυθίζεται κάτω από τηνΕυρασιατική πλάκα.[102] Αυτές οι διπλές διεργασίες δημιούργησαν τονΙνδικό Ωκεανό και προκάλεσαν τον ινδικό ηπειρωτικό φλοιό να υποσκελίσει την Ευρασία και να ανυψώσει ταΙμαλάια.[102] Αμέσως νότια των αναδυόμενων Ιμαλαΐων, η κίνηση των πλακών δημιούργησε μια τεράστια τάφρο σε σχήμα μισοφέγγαρου που γέμισε γρήγορα μειζήματα που μεταφέρονται από τα ποτάμια[103] και τώρα αποτελεί την Ινδο-Γαγγική Πεδιάδα.[104] Η αρχική ινδική πλάκα κάνει την πρώτη της εμφάνιση πάνω από το ίζημα στην αρχαία οροσειρά Αραβάλι, η οποία εκτείνεται από την κορυφογραμμή του Δελχί σε νοτιοδυτική κατεύθυνση. Στα δυτικά βρίσκεται ηέρημος Ταρ.[105][106][107] ΗΣρι Λάνκα (πρώην Κεϋλάνη) και μερικά μικρά νησιά που προεκτείνονται βαθιά στον Ινδικό ωκεανό αποτελούν γεωλογική συνέχεια της Ινδικής χερσονήσου.
Η εναπομείνασα ινδική πλάκα επιβιώνει ως ινδική χερσόνησος, το παλαιότερο και γεωλογικά πιο σταθερό τμήμα της Ινδίας. Εκτείνεται στο βορρά μέχρι τις οροσειρές Σατπούρα και Βιντία στην κεντρική Ινδία. Αυτές οι παράλληλες αλυσίδες εκτείνονται από την ακτή τηςΑραβικής Θάλασσας στοΓκουτζαράτ στα δυτικά έως το πλούσιο σε άνθρακα οροπέδιο Τσότα Ναγκπούρ στο Τζαρκάντ στα ανατολικά.[108] Στα νότια, η εναπομείνασα χερσόνησος, τοοροπέδιο Ντέκκαν, πλαισιώνεται στα δυτικά και ανατολικά από παράκτιες σειρές γνωστές ωςΔυτικά καιΑνατολικά Γκατ.[109] Το οροπέδιο περιέχει τους παλαιότερους βραχώδεις σχηματισμούς της χώρας, ηλικίας περίπου ενός δισεκατομμυρίου ετών. Κατασκευασμένη με αυτόν τον τρόπο, η Ινδία βρίσκεται στα βόρεια του ισημερινού μεταξύ 6° 44′ και 35° 30′ (μέχρι τον παγετώνα Σιατσέν, όπου είναι το βορειότερο σημείο που ελέγχει η ινδική κυβέρνηση) βόρεια και 68° 7′ και 97° 25′ ανατολικά.[110]
Παραλία στη νότια Ινδία
Η ακτογραμμή της Ινδίας έχει μήκος 7.500 χιλιόμετρα. Από αυτό το μήκος, 5.400 χιλιόμετρα ανήκουν στη χερσόνησο της Ινδίας και 2.100 χιλιόμετρα στις αλυσίδες νησιών Ανταμάν, Νικομπάρ και Λακσαντγουίπ.[111] Σύμφωνα με τους ινδικούς ναυτικούς υδρογραφικούς χάρτες, η ηπειρωτική ακτογραμμή αποτελείται από τα ακόλουθα: 43% αμμώδεις παραλίες, 11% βραχώδεις ακτές, συμπεριλαμβανομένων βράχων, και 46% λασπώδεις ή ελώδεις ακτές.[111]
Ο ποταμός Τουγκαμπάντρα στην ινδική χερσόνησο.
Τα κυριότερα ποτάμια που πηγάζουν από τα Ιμαλάια και διατρέχουν την Ινδία περιλαμβάνουν τονΓάγγη και τονΒραχμαπούτρα, και αμφότεροι εκβάλλουν στονΚόλπο της Βεγγάλης.[112] Σημαντικοί παραπόταμοι του Γάγγη περιλαμβάνουν τονΓιαμούνα και τονΚόσι. Η εξαιρετικά μικρή κλίση του τελευταίου, που προκαλείται από τη μακροχρόνια εναπόθεση λάσπης, οδηγεί σε σοβαρές πλημμύρες και αλλαγές πορείας.[113][114] Τα κυριότερα ποτάμια της χερσονήσου, των οποίων οι πιο απότομες κλίσεις εμποδίζουν τα νερά τους να πλημμυρίσουν, περιλαμβάνουν τονΓκοντάβαρι, τονΜαχανάντι, τονΚάβερι και τονΚρίσνα, που επίσης ρέουν στον Κόλπο της Βεγγάλης[115] και τονΝαρμάντα και τονΤάπτι, που ρέουν στηνΑραβική Θάλασσα.[116] Η Ινδία έχει δύο αρχιπελάγη: τοΛακσαντγουίπ, κοραλλιογενείςατόλλες στα ανοιχτά της νοτιοδυτικής ακτής της Ινδίας, και τανησιά Ανταμάν και Νικομπάρ, μια ηφαιστειακή αλυσίδα στηθάλασσα Ανταμάν.[117]
Το ινδικό κλίμα επηρεάζεται έντονα από τα Ιμαλάια και την έρημο Ταρ, που οδηγούν και τα δύο στους κομβικούς θερινούς και χειμερινούςμουσώνες από οικονομική και πολιτιστική άποψη.[118] Τα Ιμαλάια εμποδίζουν τους ψυχρούςκαταβατικούς ανέμους της Κεντρικής Ασίας να πνέουν, διατηρώντας το μεγαλύτερο μέρος της ινδικής υποηπείρου θερμότερο από τις περισσότερες τοποθεσίες σε παρόμοια γεωγραφικά πλάτη.[119][120] Η έρημος Ταρ παίζει κρίσιμο ρόλο στην προσέλκυση των φορτωμένων με υγρασία νοτιοδυτικών καλοκαιρινών μουσώνων ανέμων που, μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου, παρέχουν την πλειονότητα των βροχοπτώσεων στην Ινδία.[118] Στην Ινδία κυριαρχούν τέσσερις μεγάλες κλιματικές ομάδες: τροπικά υγρά, τροπικά ξηρά, υποτροπικά υγρά και ορεινά.[121]
Εκτός από τις ψηλές ορεινές περιοχές της, η Ινδία δέχεται την επίδραση της τροπικής θερμότητας με μέση ετήσια θερμοκρασία 24-28 °C. Διακρίνουμε κυρίως 3 εποχές: τον ήπιο και χωρίς πολλές βροχές χειμώνα, τη θερμή και ξερή άνοιξη και το υγρό, τροπικό καλοκαίρι. Η καθυστέρηση της βροχής συχνά καταστρέφει τις καλλιέργειες και προκαλεί ομαδικούς θανάτους από πείνα. Η σοδειά καταστρέφεται πολλές φορές εξαιτίας καταρρακτωδών βροχών που προκαλούν μεγάλης έκτασης πλημμύρες.
Στην Ινδία βρίσκεται η πλειονότητα άγριων τίγρεων, περίπου 3.000 το 2019.[122]
Η Ινδία είναι μια μεγαλοποικιλόμορφη χώρα, ένας όρος που χρησιμοποιείται για 17 χώρες που εμφανίζουν υψηλή βιολογική ποικιλότητα και περιέχουν πολλά είδη αποκλειστικά αυτόχθονα ή ενδημικά σε αυτές.[123] Η Ινδία αποτελεί βιότοπο για το 8,6% όλων των ειδώνθηλαστικών, το 13,7% των ειδώνπτηνών, το 7,9% των ειδώνερπετών, το 6% των ειδώναμφιβίων, το 12,2% των ειδώνψαριών και το 6,0% όλων των ειδώνανθοφόρων φυτών.[124][125] Το ένα τρίτο των ινδικών φυτικών ειδών είναι ενδημικά.[126] Η Ινδία περιέχει επίσης τέσσερις από τις 34 εστίες βιοποικιλότητας στον κόσμο ή περιοχές που εμφανίζουν σημαντική απώλεια οικοτόπων παρουσία υψηλού ενδημισμού.[127]
Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, η δασική κάλυψη της Ινδίας είναι 713.789 km², που είναι το 21,71% της συνολικής έκτασης της χώρας.[128] Μπορεί να υποδιαιρεθεί περαιτέρω σε ευρείες κατηγορίες πυκνότητας θόλου.[129] Πολύ πυκνό δάσος, του οποίου η πυκνότητα θόλου είναι μεγαλύτερη από 70%, καταλαμβάνει το 3,02% της χερσαίας έκτασης της Ινδίας.[129][130] Κυριαρχεί στο τροπικό υγρό δάσος των νησιών Ανταμάν, των Δυτικών Γκατ και της Βορειοανατολικής Ινδίας.[131] Μέτρια πυκνό δάσος, του οποίου η πυκνότητα θόλου κυμαίνεται μεταξύ 40% και 70%, καταλαμβάνει το 9,39% της χερσαίας έκτασης της Ινδίας.[129][130] Κυριαρχεί στο εύκρατο δάσος κωνοφόρων των Ιμαλαΐων, στο υγρό φυλλοβόλο δάσος σαλ της ανατολικής Ινδίας και στο ξηρό φυλλοβόλο δάσος τικ της κεντρικής και νότιας Ινδίας.[131] Το ανοιχτό δάσος, του οποίου η πυκνότητα θόλου είναι μεταξύ 10% και 40%, καταλαμβάνει το 9,26% της χερσαίας έκτασης της Ινδίας.[129][130]
Πολλά ινδικά είδη κατάγονται από αυτά της Γκοντβάνα, της νότιας υπερηπείρου από την οποία η Ινδία χωρίστηκε πριν από περισσότερα από 100 εκατομμύρια χρόνια.[132] Η επακόλουθη σύγκρουση της Ινδίας με την Ευρασία πυροδότησε μια μαζική ανταλλαγή ειδών. Ωστόσο, η ηφαιστειότητα και οι κλιματικές αλλαγές προκάλεσαν αργότερα την εξαφάνιση πολλών ενδημικών ινδικών μορφών.[133] Ακόμα αργότερα, τα θηλαστικά εισήλθαν στην Ινδία από την Ασία μέσω δύο ζωογεωγραφικών περασμάτων που πλαισιώνουν τα Ιμαλάια.[131] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ενδημισμού μεταξύ των θηλαστικών της Ινδίας, που ανέρχεται σε 12,6%, σε αντίθεση με το 45,8% στα ερπετά και το 55,8% στα αμφίβια.[125]
Η Ινδία περιέχει 172 χαρακτηρισμένα από την IUCN απειλούμενα είδη ζώων ή το 2,9% των μορφών που απειλούνται με εξαφάνιση.[134] Αυτά περιλαμβάνουν τηντίγρη της Βεγγάλης που απειλείται με εξαφάνιση και τοδελφίνι του ποταμού Γάγγη. Τα κρίσιμα απειλούμενα είδη περιλαμβάνουν τονγαβιάλη, έναν κροκόδειλο και τον ινδικό άσπρο γύπα, ο οποίος έχει σχεδόν εξαφανιστεί έχοντας καταλώσει τα πτώματα βοοειδών που έλαβαν θεραπεία μεδικλοφαινάκη.[135]
Το πολίτευμα της χώρας είναι ομοσπονδιακή δημοκρατία. Η Ινδία είναι η πολυπληθέστερη δημοκρατία στον κόσμο.[136] Αρχηγός Κράτους είναι οΠρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται από το ειδικό εκλογικό σώμα (που αποτελείται από μέλη του κοινοβουλίου) για πενταετή, ανανεώσιμη θητεία. Στις εκλογές της 19ης Ιουλίου 2012, πρόεδρος εξελέγη οΠρανάμπ Μουχέρτζι[137][138], η ορκωμοσία του οποίου έγινε στις 25 Ιουλίου.[139] Από το 2017 έως το 2022 πρόεδρος διατέλεσε οΡαμ Ναθ Κοβίντ. Σημερινή πρόεδρος της χώρας από τις 25 Ιουλίου 2022 είναι ηΝτραουπάντι Μούρμου[140] και πρωθυπουργός οΝαρέντρα Μόντι.
ΟΜπάρακ Ομπάμα απευθύνεται στην άνω και στην κάτω Βουλή της Ινδίας το 2010.
Το Κοινοβούλιο ή Σανσάντ είναι διθάλαμο και αποτελείται από το Συμβούλιο των Κρατίδιων (Ράτζγια Σάμπχα), που είναι ένα σώμα που απαρτίζεται γύρω στα 250 μέλη, 12 εκ των οποίων διορίζονται από τον πρόεδρο, ενώ τα υπόλοιπα εκλέγονται από τα εκλεγμένα μέλη των κρατιδιακών και περιφερειακών συνελεύσεων, καθώς επίσης και από τη Λαϊκή Συνέλευση (Λοκ Σάμπχα, με 545 έδρες- οι 543 εκλέγονται για πενταετή θητεία από το λαό και 2 διορίζονται από τον πρόεδρο). Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[141] Η Ινδία έχει πολυκομματικό σύστημα, με οχτώ κόμματα αναγνωρισμένα σε εθνικό επίπεδο και επιπλέον 40 σε κρατιδιακό επίπεδο.[142]
Η Ινδία είναι μια ομοσπονδία με κοινοβουλευτικό σύστημα που διέπεται από το Σύνταγμα της Ινδίας — το ανώτατο νομικό έγγραφο της χώρας. Είναι μια συνταγματική δημοκρατία και αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην οποία «η κυριαρχία της πλειοψηφίας μετριάζεται από τα δικαιώματα των μειονοτήτων που προστατεύονται από το νόμο». Ο Φεντεραλισμός στην Ινδία ορίζει την κατανομή ισχύος μεταξύ της ένωσης και των κρατίδιων. Το Σύνταγμα της Ινδίας, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιανουαρίου 1950,[143] αρχικά ανέφερε ότι η Ινδία ήταν μια «κυρίαρχη, δημοκρατική πολιτεία»· ο χαρακτηρισμός αυτός τροποποιήθηκε το 1971 σε «μια κυρίαρχη, σοσιαλιστική, κοσμική, δημοκρατική πολιτεία».[144] Η μορφή διακυβέρνησης της Ινδίας, που παραδοσιακά περιγράφεται ως «οιονεί ομοσπονδιακή» με ισχυρό κέντρο και αδύναμα κρατίδια,[145] έχει γίνει ολοένα και πιο ομοσπονδιακή από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ως αποτέλεσμα πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών.[146][147]
Το Ραστραπάτι Μπαβάν, η προεδρική κατοικία, κτίστηκε το 1911-1931, κατά την περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας
Εκτελεστικό: ΟΠρόεδρος της Ινδίας είναι ο τελετουργικός αρχηγός του κράτους,[149] ο οποίος εκλέγεται έμμεσα για πενταετή θητεία από ένα εκλογικό σώμα που αποτελείται από μέλη των εθνικών και κρατιδιακών νομοθετικών σωμάτων.[150][151] ΟΠρωθυπουργός της Ινδίας είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης και ασκεί τη μεγαλύτερη εκτελεστική εξουσία.[152] Διοριζόμενος από τον πρόεδρο,[153] ο πρωθυπουργός υποστηρίζεται κατά συνέλευση από το κόμμα ή την πολιτική συμμαχία που έχει την πλειοψηφία των εδρών στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου.[152] Η εκτελεστική εξουσία της ινδικής κυβέρνησης αποτελείται από τον πρόεδρο, τοναντιπρόεδρο και το Συμβούλιο Υπουργών της Ένωσης - με το υπουργικό συμβούλιο να είναι η εκτελεστική επιτροπή - με επικεφαλής τον πρωθυπουργό. Κάθε υπουργός που κατέχει χαρτοφυλάκιο πρέπει να είναι μέλος ενός από τα σώματα του κοινοβουλίου.[149] Στο ινδικό κοινοβουλευτικό σύστημα, η εκτελεστική εξουσία υποτάσσεται στο νομοθετικό σώμα: ο πρωθυπουργός και το συμβούλιο τους είναι άμεσα υπεύθυνοι στην κάτω βουλή του κοινοβουλίου. Οι δημόσιοι υπάλληλοι λειτουργούν ως μόνιμα στελέχη και όλες οι αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας εκτελούνται από αυτούς.[154]
Νομοθετικό σώμα: Το νομοθετικό σώμα της Ινδίας είναι το κοινοβούλιο με δύο σώματα. Λειτουργώντας σύμφωνα με ένα κοινοβουλευτικόσύστημα τύπου Γουέστμινστερ, περιλαμβάνει μια Άνω Βουλή που ονομάζεταιΡάτζια Σάμπα (Συμβούλιο των Κρατίδιων) και μια Κάτω Βουλή που ονομάζεταιΛοκ Σάμπα (Βουλή του Λαού).[155] Η Ράτζια Σάμπα είναι ένα μόνιμο σώμα 245 μελών που υπηρετούν κλιμακωτές εξαετείς θητείες.[156] Οι περισσότεροι εκλέγονται έμμεσα από τα εδαφικά νομοθετικά σώματα των κρατιδίων και των ενώσεων σε αριθμούς ανάλογους με το ποσοστό του κρατιδίου τους στον εθνικό πληθυσμό.[153] Όλα εκτός από δύο από τα 545 μέλη του Λοκ Σάμπα εκλέγονται απευθείας με λαϊκή ψήφο. Εκπροσωπούν μονομελή εκλογικά τμήματα για πενταετή θητεία.[157] Δύο έδρες του κοινοβουλίου, που προορίζονται για τους Αγγλο-Ινδούς στο άρθρο 331, καταργήθηκαν.[158][159]
Δικαστική εξουσία: Η Ινδία διαθέτει ένα ενιαίο ανεξάρτητο δικαστικό σώμα τριών επιπέδων[160] που περιλαμβάνει το ανώτατο δικαστήριο, με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό της Ινδίας, 25 ανώτατα δικαστήρια και μεγάλο αριθμό πρωτοβάθμιων δικαστηρίων.[160] Το ανώτατο δικαστήριο έχει αρχική δικαιοδοσία για υποθέσεις που αφορούν θεμελιώδη δικαιώματα και για διαφορές μεταξύ κρατών και του κέντρου και έχει δευτεροβάθμια δικαιοδοσία στα ανώτατα δικαστήρια.[161] Έχει την εξουσία να καταρρίπτει νόμους των συνδικάτων ή των κρατιδίων που αντιβαίνουν στο σύνταγμα[162] και να ακυρώνει οποιαδήποτε κυβερνητική ενέργεια κρίνει αντισυνταγματική.[163]
Στη δεκαετία του 1950, η Ινδία υποστήριξε σθεναρά την αποαποικιοποίηση στηνΑφρική και τηνΑσία και διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στοΚίνημα των Αδεσμεύτων.[165] Μετά από αρχικά εγκάρδιες σχέσεις με τη γειτονική Κίνα, η Ινδία ξεκίνησεπόλεμο με την Κίνα το 1962 και θεωρήθηκε ευρέως ότι είχε ταπεινωθεί.[166] Η Ινδία είχετεταμένες σχέσεις με το γειτονικό Πακιστάν: τα δύο έθνη έχουν πολεμήσει τέσσερις φορές: το1947, το1965, το1971 και το 1999. Τρεις από αυτούς τους πολέμους διεξήχθησαν για τοαμφισβητούμενο έδαφος του Κασμίρ, ενώ ο τέταρτος, ο πόλεμος του 1971, ακολούθησε την υποστήριξη της Ινδίας για τηνανεξαρτησία του Μπαγκλαντές.[167] Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο ινδικός στρατός επενέβη δύο φορές στο εξωτερικό μετά από πρόσκληση της χώρας υποδοχής: μιαεπιχείρηση διατήρησης της ειρήνης στηΣρι Λάνκα μεταξύ 1987 και 1990 και μια ένοπλη επέμβαση για την αποτροπή μιαςαπόπειρας πραξικοπήματος του 1988 στις Μαλδίβες. Μετά τον πόλεμο του 1965 με το Πακιστάν, η Ινδία άρχισε να επιδιώκει στενούς στρατιωτικούς και οικονομικούςδεσμούς με τη Σοβιετική Ένωση: μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Σοβιετική Ένωση ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων της.[168]
Η πυρηνική δοκιμή της Κίνας το 1964, καθώς και οι επανειλημμένες απειλές της για παρέμβαση προς υποστήριξη του Πακιστάν στον πόλεμο του 1965, έπεισαν την Ινδία να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.[174] Η Ινδία πραγματοποίησε την πρώτη της δοκιμή πυρηνικών όπλων το 1974 και πραγματοποίησε πρόσθετες υπόγειες δοκιμές το 1998. Παρά την κριτική και τις στρατιωτικές κυρώσεις, η Ινδία δεν έχει υπογράψει ούτε τηΣυνθήκη Πλήρους Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών ούτε τηΣυνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων, θεωρώντας αμφότερες ως ελαττωματικές και μεροληπτικές.[175] Η Ινδία διατηρεί μια πυρηνική πολιτική «χωρίς πρώτη χρήση» και αναπτύσσει μια πυρηνική τριάδα ως μέρος του δόγματος της «Ελάχιστης αξιόπιστης αποτροπής».[176][177] Αναπτύσσει μια ασπίδα άμυνας με βαλλιστικούς πυραύλους και ένα μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς.[178][179] Άλλα εγχώρια στρατιωτικά έργα περιλαμβάνουν το σχεδιασμό και την υλοποίηση αεροπλανοφόρων κλάσηςVikrant και πυρηνικών υποβρυχίων κλάσηςArihant.[180]
Μετά το τέλος τουΨυχρού Πολέμου, η Ινδία αύξησε την οικονομική, στρατηγική και στρατιωτική της συνεργασία με τιςΗνωμένες Πολιτείες και τηνΕυρωπαϊκή Ένωση.[181] Το 2008, υπογράφηκε μη στρατιωτική πυρηνική συμφωνία μεταξύ της Ινδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και η Ινδία διέθετε πυρηνικά όπλα εκείνη την εποχή και δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, έλαβε εξαιρέσεις από τονΔιεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας και τον Όμιλο Πυρηνικών Προμηθευτών, τερματίζοντας τους προηγούμενους περιορισμούς στην πυρηνική τεχνολογία και το εμπόριο της Ινδίας. Ως αποτέλεσμα, η Ινδία έγινε το έκτο de facto κράτος με πυρηνικά όπλα.[182] Η Ινδία υπέγραψε στη συνέχεια συμφωνίες συνεργασίας που αφορούν τη μη στρατιωτική πυρηνική ενέργεια με τη Ρωσία,[183] τη Γαλλία,[184] το Ηνωμένο Βασίλειο[185] και τον Καναδά.[186]
Ο Πρόεδρος της Ινδίας είναι ο ανώτατος διοικητής των ενόπλων δυνάμεων του έθνους. Με 1,45 εκατομμύρια ενεργοί στρατιώτες, αποτελούν τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο. Αποτελείται από τονΙνδικό Στρατό, τοΙνδικό Ναυτικό, τηνΙνδική Αεροπορία και τηνΙνδική Ακτοφυλακή.[187] Ο επίσημος αμυντικός προϋπολογισμός της Ινδίας για το 2011 ήταν 36,03 δις δολάρια ΗΠΑ ή 1,83% του ΑΕΠ.[188] Οι αμυντικές δαπάνες καθορίστηκαν στα 70,12 δις δολάρια ΗΠΑ για το οικονομικό έτος 2022–23 και αυξήθηκε κατά 9,8% σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος.[189][190] Η Ινδία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο: μεταξύ 2016 και 2020, αντιπροσώπευε το 9,5% των συνολικών παγκόσμιων εισαγωγών όπλων.[191] Μεγάλο μέρος των στρατιωτικών δαπανών επικεντρώθηκε στην άμυνα κατά του Πακιστάν και στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης κινεζικής επιρροής στον Ινδικό Ωκεανό.[192] Τον Μάιο του 2017, οΙνδικός Οργανισμός Διαστημικής Έρευνας εκτόξευσε το South Asia Satellite, ένα δώρο από την Ινδία στις γειτονικές χώρες SAARC.[193] Τον Οκτώβριο του 2018, η Ινδία υπέγραψε συμφωνία 5,43 δις δολαρίων ΗΠΑ (πάνω από 400 δις ₹) με τηΡωσία για την προμήθεια τεσσάρων συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας εδάφους-αέροςS-400, το πιο προηγμένο σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς της Ρωσίας.[194]
Σύμφωνα με τοΔιεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η ινδική οικονομία το 2021 είχε ονομαστική αξία 3,04 τρις $: είναι ηέκτη μεγαλύτερη οικονομία με βάση τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της αγοράς και με περίπου 10.219 τρις $, ητρίτη μεγαλύτερη από πλευράςισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ).[195] Με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 5,8% τις τελευταίες δύο δεκαετίες και φθάνοντας το 6,1% κατά την περίοδο 2011–2012,[196] η Ινδία είναι μία από τιςταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στον κόσμο.[197] Ωστόσο, η χώρα κατατάσσεται 139η στον κόσμο ως προς τοονομαστικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ και 118η στοκατά κεφαλήν ΑΕΠ με βάση την ΙΑΔ.[198] Μέχρι το 1991, όλες οι ινδικές κυβερνήσεις ακολουθούσανπροστατευτικές πολιτικές επηρεασμένες από τα σοσιαλιστικά οικονομικά. Η εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και ρύθμιση περιχαράκωσε σε μεγάλο βαθμό την οικονομία από τον έξω κόσμο. Μια οξεία κρίση του ισοζυγίου πληρωμών το 1991 ανάγκασε το έθνος να απελευθερώσει την οικονομία του.[199] Έκτοτε έχει προχωρήσει αργά προς την ελεύθερη αγορά[200][201] δίνοντας έμφαση τόσο στις εισροές εξωτερικού εμπορίου όσο και στις άμεσες επενδύσεις.[202] Η Ινδία είναι μέλος τουΠαγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου από την 1η Ιανουαρίου 1995.[203]
Το ινδικό εργατικό δυναμικό των 522 εκατομμυρίων εργαζομένων είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο, όσον αφορά το 2017.[187] Ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί το 55,6% του ΑΕΠ, η βιομηχανία το 26,3% και η γεωργία το 18,1%. Εμβάσματα σε ξένο συνάλλαγμα της Ινδίας ύψους 87 δις δολαρίων ΗΠΑ το 2021, το υψηλότερο στον κόσμο, συνεισέφεραν στην οικονομία της 32 εκατομμύρια Ινδοί που εργάζονται σε ξένες χώρες.[204] Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα περιλαμβάνουν: ρύζι, σιτάρι, ελαιούχους σπόρους,βαμβάκι, γιούτα,τσάι,ζαχαροκάλαμο και πατάτες.[205] Οι σημαντικότερες βιομηχανίες περιλαμβάνουν: κλωστοϋφαντουργία, τηλεπικοινωνίες, χημικά, φαρμακευτικά προϊόντα, βιοτεχνολογία, επεξεργασία τροφίμων, χάλυβα, εξοπλισμό μεταφοράς, τσιμέντο, εξόρυξη, πετρέλαιο, μηχανήματα και λογισμικό.[205] Το 2006, το μερίδιο του εξωτερικού εμπορίου στο ΑΕΠ της Ινδίας ήταν 24%, από 6% το 1985.[200] Το 2008, το μερίδιο της Ινδίας στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν 1,68%.[206] Το 2011, η Ινδία ήταν ο δέκατος μεγαλύτερος εισαγωγέας στον κόσμο και ο δέκατος ένατος μεγαλύτερος εξαγωγέας.[207] Οι κύριες εξαγωγές περιλαμβάνουν: πετρελαιοειδή, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, κοσμήματα, λογισμικό, είδη μηχανικής, χημικά και βιομηχανοποιημένα δερμάτινα είδη.[205] Οι κύριες εισαγωγές περιλαμβάνουν: αργό πετρέλαιο, μηχανήματα, πολύτιμους λίθους, λιπάσματα και χημικά προϊόντα.[205] Μεταξύ 2001 και 2011, η συμβολή των προϊόντων πετροχημικών και μηχανικών προϊόντων στις συνολικές εξαγωγές αυξήθηκε από 14% σε 42%.[208] Η Ινδία ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων στον κόσμο μετά τηνΚίνα το ημερολογιακό έτος 2013.[209]
Με μέσο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης 7,5% για αρκετά χρόνια πριν από το 2007,[200] η Ινδία υπερδιπλασίασε τα ποσοστά ωρομισθίων της κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα.[210] Περίπου 431 εκατομμύρια Ινδοί έχουν φύγει τη φτώχεια από το 1985. Η μεσαία τάξη της Ινδίας προβλέπεται να ανέλθει σε περίπου 580 εκατομμύρια μέχρι το 2030.[211] Αν και κατατάσσεται στην 51η θέση στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, όσον αφορά το 2010, η Ινδία κατατάσσεται 17η στην πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, 24η στον τραπεζικό τομέα, 44η στην πολυπλοκότητα των επιχειρήσεων και 39η στην καινοτομία, μπροστά από πολλές προηγμένες οικονομίες.[212] Με επτά από τις 15 κορυφαίες εταιρείες εξωτερικής ανάθεσης τεχνολογίας πληροφοριών στον κόσμο με έδρα την Ινδία, όσον αφορά το 2009, η χώρα θεωρείται ως ο δεύτερος πιο ευνοϊκός προορισμός outsourcing μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες.[213] Η Ινδία κατατάχθηκε στην 46η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας το 2021, έχει αυξήσει σημαντικά την κατάταξή της από το 2015, όταν ήταν 81η.[214][215][216][217] Η καταναλωτική αγορά της Ινδίας, η ενδέκατη μεγαλύτερη στον κόσμο, αναμένεται να γίνει πέμπτη μεγαλύτερη έως το 2030.[211]
Η βιομηχανία τηλεπικοινωνιών της Ινδίας είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο με πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια συνδρομητές. Συνεισφέρει 6,5% στο ΑΕΠ της Ινδίας.[218] Μετά το τρίτο τρίμηνο του 2017, η Ινδία ξεπέρασε τις ΗΠΑ και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά έξυπνων κινητών στον κόσμο μετά την Κίνα.[219]
Η ινδική αυτοκινητοβιομηχανία, η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη στον κόσμο, αύξησε τις εγχώριες πωλήσεις κατά 26% την περίοδο 2009–2010[220] και τις εξαγωγές κατά 36% την περίοδο 2008–2009.[221] Στο τέλος του 2011, η ινδική βιομηχανία πληροφορικής απασχολούσε 2,8 εκατομμύρια επαγγελματίες, δημιούργησαν έσοδα κοντά στα 100 δις δολάρια ΗΠΑ που αντιστοιχεί στο 7,5% του ινδικού ΑΕΠ και συνεισέφερε το 26% των εξαγωγών εμπορευμάτων της Ινδίας.[222]
Η φαρμακευτική βιομηχανία στην Ινδία έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο παίκτη. Όσον αφορά το 2021, με 3.000 φαρμακευτικές εταιρείες και 10.500 μονάδες παραγωγής, η Ινδία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός φαρμακευτικών προϊόντων στον κόσμο, ο μεγαλύτερος παραγωγός γενόσημων φαρμάκων και προμηθεύει έως και 50%—60% της παγκόσμιας ζήτησης εμβολίων. Όλα αυτά συνεισφέρουν έως και 24,44 δις $ σε εξαγωγές και η τοπική φαρμακευτική αγορά της Ινδίας εκτιμάται σε 42 δις $.[223][224] Η Ινδία συγκαταλέγεται στους 12 κορυφαίους προορισμούς βιοτεχνολογίας στον κόσμο.[225][226] Η ινδική βιομηχανία βιοτεχνολογίας αυξήθηκε κατά 15,1% το 2012–2013, αυξάνοντας τα έσοδά της από 204,4 δις ₹ (ινδικές ρουπίες) σε 235,24 δις ₹ (3,94 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε συναλλαγματικές ισοτιμίες Ιουνίου 2013).[227]
Η ικανότητα της Ινδίας να παράγει ηλεκτρική ενέργεια είναι 300 γιγαβάτ, εκ των οποίων τα 42 γιγαβάτ είναι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.[228] Η χρήση άνθρακα στη χώρα είναι μια σημαντική αιτία των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά η ανανεώσιμη ενέργεια αποτελεί σημαντικό ανταγωνιστή.[229] Η Ινδία εκπέμπει περίπου το 7% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Αυτό ισοδυναμεί με περίπου 2,5 τόνουςδιοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο ετησίως, που είναι το μισό του παγκόσμιου μέσου όρου.[230][231] Η αύξηση της πρόσβασης στην ηλεκτρική ενέργεια και το καθαρό μαγείρεμα μευγροποιημένο αέριο πετρελαίου αποτελούν προτεραιότητες.[232]
Παρά την οικονομική ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες, η Ινδία συνεχίζει να αντιμετωπίζει κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις. Το 2006, η Ινδία περιείχε τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που ζούσαν κάτω από το διεθνές όριο της φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας των 1,25 δολαρίων ΗΠΑ την ημέρα.[233] Το ποσοστό μειώθηκε από 60% το 1981 σε 42% το 2005.[234] Κάτω από το μεταγενέστερο αναθεωρημένο όριο της φτώχειας της Παγκόσμιας Τράπεζας, ήταν 21% το 2011.[αα][236] Το 30,7% των παιδιών κάτω των πέντε ετών της Ινδίας είναι λιποβαρή.[237] Σύμφωνα με έκθεση τουΟργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας το 2015, το 15% του πληθυσμού υποσιτίζεται.[238][239] Το πρόγραμμα μεσημεριανού γεύματος επιχειρεί να μειώσει αυτά τα ποσοστά.[240]
Η χώρα παράγειγαιάνθρακα στηνΚαλκούτα και τηΒεγγάλη και πετρέλαιο στην περιοχή τουΆσαμ. Κατέχει την πρώτη θέση στον κόσμο στην παραγωγήμίκας και την τέταρτη στην παραγωγήμαγγανίου. Τα ορυχεία βωξίτη τροφοδοτούν μια αναπτυγμένη βιομηχανία αλουμινίου. Αναπτυγμένες επίσης είναι η υφαντουργία, η σιδηρουργία, η υδροηλεκτρική παραγωγή, το εμπόριο. Εξάγονται τσάι, δέρματα, μπαχαρικά,ιούτη, βαμβάκι. Εισάγονται βιοτεχνικά προϊόντα, μηχανήματα, δημητριακά, λάδια κλπ. Παρά την ανεπτυγμένη βιομηχανία η χώρα παραμένει στις αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα. Το συγκοινωνιακό δίκτυο (τρένα, αυτοκινητόδρομοι, ποταμόπλοια στο Γάγγη) είναι ανεπαρκές και δε βοηθά την ανάπτυξη της οικονομίας.Η κυβέρνηση έχει αναπτύξει επιχειρηματικό πρόγραμμα για την κατασκευήπυρηνικών εργοστασίων το οποίο πρόκειται να ολοκληρωθεί πλήρως την επομένη εικοσαετία σύμφωνα με εκτιμήσεις του κράτους, και το οποίο πρόκειται να βοηθήσει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Η Ινδία σαν μια από τις πιο αναπτυσσόμενες τεχνολογικά χώρες στον κόσμο έχει σχεδιάσει και διαστημικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με αυτό η Ινδία εκτόξευσε ένα μηεπανδρωμένο σκάφος στη Σελήνη το 2008. Εκτός αυτού η πρώτη της επανδρωμένη αποστολή στο διάστημα προγραμματίζεται το 2016, ενώ για τη Σελήνη η πρώτη της επανδρωμένη αποστολή έχει προγραμματιστεί για το 2020. Αυτό το σχέδιο είναι πολύ φιλόδοξο και χρηματοδοτείται με μεγάλα ποσά αφού προβλέπεται ότι θα στοιχίσει 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Ινδία αποτελεί τη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα στον κόσμο, με εκτιμώμενο πληθυσμό 1.417.492.000 κατοίκους[4], σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Ιούλιο του 2025. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει καταγραφεί μία έντονη πληθυσμιακή αύξηση, η οποία αποδίδεται στη βελτίωση της ιατρικής και την εντατικοποίηση της γεωργίας. Συνέπεια αυτής της προόδου είναι η αύξηση κατά 11 φορές του αστικού πληθυσμού της Ινδίας μέσα στον 20ο αιώνα με την παράλληλη ενίσχυση της αστυφιλίας. 35 πόλεις της χώρας ξεπέρασαν το 2001 το ένα εκατομμύριο κατοίκους, ενώ οι μεγαλύτερες έχουν πληθυσμό περισσότερο από 10 εκατομμύρια, όπως ηΜουμπάι, τοΔελχί και ηΚαλκούτα. Το 70% όμως του συνόλου των Ινδών παραμένει αγροτικός πληθυσμός.
Η Ινδία έχει παγκοσμίως τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της, ενώ συγκρίνεται σε αυτούς τους τομείς μόνο με το σύνολο τηςΑφρικής. Δύο είναι οι κύριες γλωσσικές οικογένειες των Ινδών: η Ινδοαριανή οικογένεια (με ομιλητές περίπου το 74% του πληθυσμού) και η Δραβινιανή (24% του πληθυσμού). Άλλες γλώσσες της Ινδίας προέρχονται από την Αυστροασιατική και την Θιβετοβιρμανική οικογένεια. Το ίδιο το σύνταγμα της χώρας δεν προσδιορίζει κάποια εθνική γλώσσα. Τα Χιντί, με τους περισσότερους ομιλητές, αποτελούν την επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ τα Αγγλικά έχουν διαδεδομένη χρήση στη διοίκηση, την εκπαίδευση και τον επιχειρηματικό κόσμο, ενώ χαρακτηρίζονται ως θυγατρική επίσημη γλώσσα. Εκτός από τα Χιντί, καμία άλλη γλώσσα δεν ομιλείται από ποσοστό μεγαλύτερο από 10% του πληθυσμού, ενώ κάθε πολιτεία και ένωση έχει τη δική της επίσημη γλώσσα, καθώς το σύνταγμα αναγνωρίζει 21 τοπικές γλώσσες.
Ως προς το θρήσκευμα και σύμφωνα με την απογραφή του 2001, περισσότεροι από 800 εκατομμύρια Ινδοί (80,5% του πληθυσμού) είναι Ινδουιστές, ενώ άλλες θρησκευτικές ομάδες είναι οιΜουσουλμάνοι (13,4%), οιΧριστιανοί (2,3%), οιΣιχ (1,9%), οιΒουδιστές, οιΕβραίοι, οιΖωροάστρες κτλ. Επίσης, υπάρχουν 37.913Μάρτυρες του Ιεχωβά[241] και 11.690Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[242].
Οι Ινδοί ανήκουν φυλετικά στο «λευκό» κόσμο της Ασίας. Αποτελούν ένα πολύ δυσερμήνευτο τύπο. Ινδικά χαρακτηριστικά συναντάμε σεΑφγανιστάν,Κίνα,Ινδοκίνα,Ινδονησία κ.ά. Αξιόλογη, αν και μικρή σε ποσότητα, έξοδος ινδικών στοιχείων θεωρείται αυτή τωντσιγγάνων.
Η Ινδία εκτείνεται σε 3.287.263 τετραγωνικά χιλιόμετρα και έχει πληθυσμό 1.417.492.000 κατοίκους[4], σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Ιούλιο του 2025. Είναι δημοκρατία, με πρωτεύουσα τοΝέο Δελχί με 11.600.000 κατοίκους. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι ηΜουμπάι, βιομηχανική πόλη και λιμάνι εξαγωγής βαμβακιού, ηΚαλκούτα, πάνω σ' ένα κλάδο του δέλτα των ποταμώνΓάγγη καιΒραχμαπούτρα (τοποθεσία που την κάνει θαλάσσιο και παραποτάμιο λιμάνι, σημαντικό για την εξαγωγή της ιούτης, του ρυζιού και άλλων προϊόντων της Ινδίας), τοΜαντράς, εμπορικό λιμάνι, τηνΜπενάρες, ιερή πόλη για τους Ινδουιστές.
Η ινδική πολιτιστική ιστορία εκτείνεται σε περισσότερα από 4.500 έτη.[244] Κατά τηΒεδική περίοδο (π. 1700 π.Χ. - π. 500 π.Χ.), τέθηκαν τα θεμέλια της ινδουιστικής φιλοσοφίας, τηςμυθολογίας, της θεολογίας και της λογοτεχνίας και καθιερώθηκαν πολλές πεποιθήσεις και πρακτικές που εξακολουθούν να υπάρχουν σήμερα, όπως τοντάρμα, τοκάρμα, ηγιόγκα και ημόκσα.[13] Η Ινδία είναι αξιοσημείωτη για τηθρησκευτική της ποικιλομορφία, με τονΙνδουισμό, τονΒουδισμό, τονΣιχισμό, τοΙσλάμ, τονΧριστιανισμό και τονΤζαϊνισμό μεταξύ των μεγάλων θρησκειών του έθνους.[245] Η κυρίαρχη θρησκεία, ο Ινδουισμός, έχει διαμορφωθεί από διάφορες ιστορικές σχολές σκέψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων τωνΟυπανισάδων,[246] τωνΓιόγκα Σούτρα, του κινήματοςΜπάκτι,[245] και της βουδιστικής φιλοσοφίας.[247]
Η Ινδία έχει μια πολύ αρχαία παράδοση τέχνης, η οποία έχει ανταλλάξει πολλές επιρροές με την υπόλοιπηΕυρασία, ειδικά την πρώτη χιλιετία, όταν η βουδιστική τέχνη εξαπλώθηκε με τις ινδικές θρησκείες στηνΚεντρική,Ανατολική καιΝοτιοανατολική Ασία, η τελευταία επίσης επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την ινδουιστική τέχνη.[248] Έχουν βρεθεί χιλιάδεςσφραγίδες από τον πολιτισμό της κοιλάδας του Ινδού της τρίτης χιλιετίας π.Χ., συνήθως σκαλισμένες με ζώα, αλλά λίγες με ανθρώπινες μορφές. Η σφραγίδα «Πασουπάτι», που ανασκάφηκε στοΜοχέντζο-ντάρο του Πακιστάν, το 1928–29, είναι η πιο γνωστή.[249][250] Μετά από αυτό, υπάρχει μια μακρά περίοδος που ουσιαστικά δεν σώζεται τίποτα.[250][251] Σχεδόν όλη η αρχαία ινδική τέχνη που διασώθηκε στη συνέχεια είναι σε διάφορες μορφές θρησκευτικής γλυπτικής σε ανθεκτικά υλικά ή νομίσματα. Πιθανώς αρχικά υπήρχαν πολύ περισσότερα γλυπτά από ξύλο, το οποίο δεν σώζονται πλέον. Στη βόρεια Ινδία η τέχνη των Μαουριανών είναι το πρώτο αυτοκρατορικό κίνημα.[249][251][250] Την πρώτη χιλιετία Κ.Ε., η βουδιστική τέχνη εξαπλώθηκε με τις ινδικές θρησκείες στηνΚεντρική,Ανατολική καιΝοτιοανατολική Ασία.[251] Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων αναπτύχθηκε ένα σαφώς ινδικό στυλ γλυπτικής της ανθρώπινης μορφής, με λιγότερο ενδιαφέρον για την ακριβή ανατομία από τηναρχαία ελληνική γλυπτική, αλλά εμφανίζοντας ομαλά ρέουσες μορφές που εκφράζουν τηνπράνα («ανάσα» ή δύναμη ζωής).[249][251] Αυτό συχνά περιπλέκεται από την ανάγκη να δίνονται σε φιγούρες πολλαπλά χέρια ή κεφάλια, ή να αναπαριστούν διαφορετικά φύλα στα αριστερά και δεξιά των μορφών, όπως με τη μορφή Αρνταναρισβάρα των Σίβα και Παρβάτι.[249][252]
Τα περισσότερα από τα παλαιότερα μεγάλα γλυπτά είναι βουδιστικά, είτε ανασκάφηκαν από βουδιστικέςστούπες όπως τοΣάντσι, τοΣαρνάτ και το Αμαραβάτι,[250] είτε είναι ανάγλυφα λαξευμένα σε βράχο σε τοποθεσίες όπως οιΑτζάντα, Κάρλα καιΈλλορα. Οι τοποθεσίες των Ινδουιστών και των Τζαϊνιστών εμφανίζονται μάλλον αργότερα.[250][251] Παρά αυτό το περίπλοκο μείγμα θρησκευτικών παραδόσεων, γενικά, το κυρίαρχο καλλιτεχνικό ύφος ανά πάσα στιγμή και τόπο μοιράστηκε από τις μεγάλες θρησκευτικές ομάδες και οι γλύπτες πιθανώς συνήθως υπηρέτησαν όλες τις κοινότητες.[253] Η τέχνη Γκούπτα, στην ακμή της π. 300 ΚΕ - π. 500 ΚΕ, θεωρείται συχνά ως μια κλασική περίοδος της οποίας η επιρροή παρέμεινε για πολλούς αιώνες μετά και σήμανε μια νέα κυριαρχία της ινδουιστικής γλυπτικής, όπως στασπήλαια Ελέφαντα.[249][254] Στο βορρά, αυτή έγινε μάλλον άκαμπτη και τυποποιημένη μετά το π. 800 ΚΕ, αν και πλούσια με λεπτές σκαλισμένες λεπτομέρειες στο περιβάλλον των αγαλμάτων.[250] Αλλά στο Νότο, υπό τις δυναστείες Παλλάβα και Τσόλα, η γλυπτική τόσο σε πέτρα όσο και σε μπρούτζο είχε μια διαρκή περίοδο μεγάλων επιτευγμάτων. Τα μεγάλα μπρούτζινα έργα με τον Σίβα ως Ναταρατζά έχουν γίνει σύμβολο της Ινδίας.[249][253]
Η αρχαία ζωγραφική έχει επιζήσει μόνο σε λίγες τοποθεσίες, από τις οποίες οι πολυπληθείς σκηνές της αυλικής ζωής σταΣπήλαια Ατζάντα είναι μακράν οι πιο σημαντικές, αλλά ήταν προφανώς πολύ ανεπτυγμένη και αναφέρεται ως αυλικό επίτευγμα στην εποχή των Γκούπτα.[250][251] Ζωγραφισμένα χειρόγραφα θρησκευτικών κειμένων σώζονται από την Ανατολική Ινδία περίπου τον 10ο αιώνα και μετά, τα περισσότερα από τα πρώτα ήταν βουδιστικά και αργότερα τζαϊνικά. Χωρίς αμφιβολία το στυλ αυτών χρησιμοποιήθηκε σε μεγαλύτερους πίνακες[250] Η περσικής προέλευσης ζωγραφική Ντέκαν, που ξεκινά λίγο πριν από τη μινιατούρα των Μούγκαλ, αποδίδουν το πρώτο μεγάλο κορμό κοσμικής ζωγραφικής, με έμφαση στα πορτρέτα και την καταγραφή των πριγκιπικών απολαύσεων και πολέμων.[249][250] Το στυλ εξαπλώθηκε στην ινδουιστική τέχνη.[249][250] Καθώς αναπτύχθηκε αγορά από τους Ευρωπαίους, προμηθεύτηκαν έργα ζωγραφικής της Εταιρείας από Ινδούς καλλιτέχνες με έντονες δυτικές επιρροές.[255][256] Τον 19ο αιώνα, φτηνοί πίνακες Καλιγκάτ θεών και της καθημερινής ζωής, φτιαγμένοι σε χαρτί, ήταν αστική λαϊκή τέχνη από τηνΚαλκούτα, όπου αναπτύχθηκε η Σχολή Τέχνης της Βεγγάλης, αντανακλώντας τις σχολές τέχνης που ίδρυσαν οι Βρετανοί, η οποία είναι η πρώτη κίνηση στη σύγχρονη ινδική ζωγραφική.[254][257]
Μπουτεσβάραα Γιάκσις, Βουδιστικά ανάγλυφα από τη Ματούρα, 2ος αιώνας ΚΕ.
Ανάγλυφο απότερακότα της περιόδου Γκούπτα, οΚρίσνα σκοτώνει τον δαίμονα άλογο Κέσι, 5ος αιώνας
Μεγάλο μέρος της ινδικής αρχιτεκτονικής, συμπεριλαμβανομένου τουΤαζ Μαχάλ, άλλων έργων της ινδο-ισλαμικής αρχιτεκτονικής των Μουγκάλ και της νοτιοϊνδικής αρχιτεκτονικής, συνδυάζει αρχαίες τοπικές παραδόσεις με εισαγόμενα στυλ.[258] Η δημοτική αρχιτεκτονική είναι επίσης τοπική.Το Vastu shastra, κυριολεκτικά «επιστήμη της κατασκευής» ή «αρχιτεκτονική» και αποδίδεται στον Μαμούνι Μάγιαν,[259] διερευνά πώς οι νόμοι της φύσης επηρεάζουν τις ανθρώπινες κατοικίες.[260] Χρησιμοποιεί ακριβή γεωμετρία και ευθυγραμμίσεις κατεύθυνσης για να αντικατοπτρίζει τις αντιληπτές κοσμικές κατασκευές.[261] Όπως εφαρμόζεται στην ινδουιστική αρχιτεκτονική ναών, είναι επηρεασμένος από τοΣίλπα Σάστρα, μια σειρά θεμελιωδών κειμένων των οποίων η βασική μυθολογική μορφή είναι τοVastu-Purusha mandala, ένα τετράγωνο που ενσαρκώνει το «απόλυτο».[262] Το Ταζ Μαχάλ, που χτίστηκε στηνΆγκρα μεταξύ 1631 και 1648 με διαταγές του Μουγγάλ αυτοκράτοραΣαχ Τζαχάν στη μνήμη της συζύγου του, έχει περιγραφεί στονΚατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ως «το κόσμημα της μουσουλμανικής τέχνης στην Ινδία και ένα από τα παγκοσμίως αξιοθαύμαστα αριστουργήματα της παγκόσμιας κληρονομιάς».[263] Η αρχιτεκτονική της Ινδο-Σαρακηνικής Αναγέννησης, που αναπτύχθηκε από τους Βρετανούς στα τέλη του 19ου αιώνα, βασίστηκε στηνινδο-ισλαμική αρχιτεκτονική.[264]
Η παλαιότερη λογοτεχνία στην Ινδία, που συντέθηκε μεταξύ 1500 π.Χ. και 1200 μ.Χ., ήταν στησανσκριτική γλώσσα.[265] Τα σημαντικότερα έργα της σανσκριτικής λογοτεχνίας περιλαμβάνουν τοΡιγκβέντα (π 1500-1200 π.Χ.), τα έπηΜαχαμπαράτα (π. 400 μ.Χ. - 400 μ.Χ.) και ηΡαμαγιάνα (π. 300 π.Χ. και αργότερα)Η αναγνώριση του Σακουντάλα και άλλα δράματα τηςΚαλιντάσα (π. 5ος αιώνα μ.Χ.) και η ποίησηΜαχακάβια.[266][267][268] Στη λογοτεχνία Ταμίλ, η λογοτεχνία Σάνγκαμ (π. 600-300 π.Χ.) που αποτελείται από 2.381 ποιήματα, που συνέθεσαν 473 ποιητές, είναι το παλαιότερο έργο.[269][270][271][272] Από τον 14ο έως τον 18ο αιώνα, οι λογοτεχνικές παραδόσεις της Ινδίας πέρασαν μια περίοδο δραστικών αλλαγών λόγω της εμφάνισης αφοσιωμένων ποιητών όπως οιΚαμπίρ,Τουλσίντας καιΓκουρού Νάνακ. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από ποικίλο και ευρύ φάσμα σκέψης και έκφρασης. Κατά συνέπεια, τα μεσαιωνικά ινδικά λογοτεχνικά έργα διέφεραν σημαντικά από τις κλασικές παραδόσεις.[273] Τον 19ο αιώνα, οι Ινδοί συγγραφείς έδειξαν νέο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά ζητήματα και τις ψυχολογικές περιγραφές. Τον 20ο αιώνα, η ινδική λογοτεχνία επηρεάστηκε από τα έργα του Μπενγκάλι ποιητή, συγγραφέα και φιλόσοφουΡαμπιντρανάθ Ταγκόρ[274] ο οποίος ήταν αποδέκτης τουΒραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η ινδική μουσική κυμαίνεται σε διάφορες παραδόσεις και τοπικά στυλ. Η κλασική μουσική περιλαμβάνει δύο είδη και τις διάφορες λαϊκές παραφυάδες τους: τις σχολές των βόρειων Ινδουστάνι και τις νότιες Καρνατικές σχολές.[275] Περιφερειακές δημοφιλείς μορφές περιλαμβάνουν τη φίλμι και λαϊκή μουσική: ησυγκρητική παράδοση τωνμπαούλ είναι γνωστή μορφή της τελευταίας. Ο ινδικός χορός διαθέτει επίσης διάφορες λαϊκές και κλασικές μορφές. Μεταξύ των πιο γνωστών λαϊκών χορών είναι: τομπάνγκρα του Παντζάμπ, τομπίχου του Άσσαμ, τοΤζουμαΐρ καιτσχάου του Τζαρκάντ, της Οντίσα και της Δυτικής Βεγγάλης, ηγκάρμπα και ηνταντίγια του Γκουτζαράτ,το γκομάρ του Ρατζαστάν και τολαβάνι της Μαχαράστρα. Οκτώ μορφές χορού, πολλές με αφηγηματικές φόρμες και μυθολογικά στοιχεία, έχουν αναγνωριστεί ως κλασικός χορός από την Εθνική Ακαδημία Μουσικής, Χορού και Δράματος της Ινδίας.[276]
Το θέατρο στην Ινδία συνδυάζει μουσική, χορό και αυτοσχέδιους ή γραπτούς διαλόγους.[277] Η Ινδία έχει ένα ινστιτούτο εκπαίδευσης θεάτρου την Εθνική Δραματική Σχολή που βρίσκεται στοΝέο Δελχί. Είναι ένας αυτόνομος οργανισμός υπό το Υπουργείο Πολιτισμού,την Κυβέρνηση της Ινδίας.[278] Ηινδική κινηματογραφική βιομηχανία παράγει τον κινηματογράφο με τις περισσότερες προβολές στον κόσμο.[279] Καθιερωμένες περιφερειακές κινηματογραφικές παραδόσεις υπάρχουν στις γλώσσες Ασαμέζικα, Μπενγκάλι, Μποτζπουρί,Χίντι, Κανάντα, Μαλαγιαλάμ, Παντζάμπι, Γκουτζαράτι, Μαράθι, Όντια, Ταμίλ και Τελούγκου.[280] Η κινηματογραφική βιομηχανία στα Χίντι (Μπόλυγουντ ) είναι ο μεγαλύτερος κλάδος, αποτελώντας το 43% των εσόδων του box office, ακολουθούμενη από τις κινηματογραφικές βιομηχανίες της Νότιας Ινδίας Τελούγκου και Ταμίλ που αντιπροσωπεύουν το 36% μαζί.[281]
Η παραδοσιακή ινδική κοινωνία ορίζεται μερικές φορές από την κοινωνική ιεραρχία. Τοινδικό σύστημα καστών ενσωματώνει μεγάλο μέρος της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και πολλούς από τους κοινωνικούς περιορισμούς που υπάρχουν στην ινδική υποήπειρο. Οι κοινωνικές τάξεις ορίζονται από χιλιάδες ενδογαμικές κληρονομικές ομάδες, που συχνά ονομάζονταιjātis, ή «κάστες».[282]
Οι οικογενειακές αξίες είναι σημαντικές στην ινδική παράδοση και οι κοινές οικογένειες πολλών γενεών ήταν ο κανόνας στην Ινδία, αν και οι πυρηνικές οικογένειες γίνονται κοινές στις αστικές περιοχές.[283] Η συντριπτική πλειονότητα των Ινδών, με τη συγκατάθεσή τους, κανονίζουν τους γάμους τους από τους γονείς τους ή άλλους μεγαλύτερους της οικογένειας.[284] Ο γάμος θεωρείται ότι είναι ισόβιος,[284] και το ποσοστό διαζυγίων είναι εξαιρετικά χαμηλό,[285] με λιγότερους από έναν στους χίλιους γάμους να καταλήγει σε διαζύγιο.[286] Οιγάμοι παιδιών είναι συνηθισμένοι, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές. Πολλές γυναίκες παντρεύτηκαν πριν φτάσουν τα 18, που είναι η νόμιμη ηλικία γάμου τους.[287] Η βρεφοκτονία γυναικών στην Ινδία, και πρόσφατα η γυναικεία εμβρυοκτονία, έχουν δημιουργήσει λοξές αναλογίες μεταξύ των φύλων. Ο αριθμός των αγνοουμένων γυναικών στη χώρα τετραπλασιάστηκε από 15 εκατομμύρια σε 63 εκατομμύρια την περίοδο των 50 ετών που έληξε το 2014, ταχύτερα από την αύξηση του πληθυσμού την ίδια περίοδο και αποτελώντας το 20 τοις εκατό του γυναικείου εκλογικού σώματος της Ινδίας.[288] Σύμφωνα με μελέτη της ινδικής κυβέρνησης, επιπλέον 21 εκατομμύρια κορίτσια είναι ανεπιθύμητα και δεν λαμβάνουν επαρκή φροντίδα.[289] Παρά την κυβερνητική απαγόρευση της εκλεκτικής εμβρυοκτονίας λόγω φύλου, η πρακτική παραμένει συνηθισμένη στην Ινδία, αποτέλεσμα της προτίμησης των αγοριών σε μια πατριαρχική κοινωνία.[290] Η πληρωμή της προίκας, αν και παράνομη, παραμένει ευρέως διαδεδομένη.[291] Οιθάνατοι λόγω προίκας, κυρίως κάψιμο της νύφης, αυξάνονται, παρά τους αυστηρούς νόμους κατά της προίκας.[292]
Παιδιά που περιμένουν το μεσημεριανό γεύμα στο σχολείο σε ένα χωριό στο αγροτικό Γκουτζαράτ.
Στην απογραφή του 2011, περίπου το 73% του πληθυσμού ήταν εγγράμματοι, με 81% για τους άνδρες και 65% για τις γυναίκες. Συγκριτικά το 1981 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 41%, 53% και 29%. Το 1951 τα ποσοστά ήταν 18%, 27% και 9%. Το 1921 τα ποσοστά 7%, 12% και 2%. Το 1891 ήταν 5%, 9% και 1%.[293][294]
Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ινδίας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο.[295] Η Ινδία έχει πάνω από 900 πανεπιστήμια, 40.000 κολέγια[296] και 1,5 εκατομμύριο σχολεία.[297] Στο σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Ινδίας, ένας σημαντικός αριθμός θέσεων δεσμεύεται βάσει πολιτικών θετικής δράσης για τα ιστορικά μειονεκτούντα άτομα. Τις τελευταίες δεκαετίες το βελτιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα της Ινδίας αναφέρεται συχνά ως ένας από τους κύριους συντελεστές στην οικονομική της ανάπτυξη.[298][299]
Από την αρχαιότητα μέχρι την έλευση του μοντέρνου, το πιο ευρέως φορεμένο παραδοσιακό φόρεμα στην Ινδία ήταν ντραπέ.[300] Για τις γυναίκες είχε τη μορφή ενόςσάρι, ενός ενιαίου υφάσματος μήκους πολλών μέτρων.[300] Το σάρι παραδοσιακά τυλιγόταν γύρω από το κάτω μέρος του σώματος και τον ώμο.[300] Στη μοντέρνα του μορφή, συνδυάζεται με κάτω φούστα ή ινδικό μεσοφόρι και μπαίνει στη μέση για πιο ασφαλές κούμπωμα. Φοριέται επίσης συνήθως με μια ινδική μπλούζα ή τσόλι, η οποία χρησιμεύει ως το κύριο ένδυμα στο πάνω μέρος του σώματος, το άκρο του σάρι - που περνάει πάνω από τον ώμο - χρησιμεύει για να καλύπτει τη μέση και να κρύβει τα περιγράμματα του πάνω μέρους του σώματος.[300] Για τους άνδρες, ένα παρόμοιο αλλά μικρότερο μήκος υφάσματος, το ντότι, έχει χρησιμεύσει ως ρούχο για το κάτω μέρος του σώματος.[300]
Η χρήση ραμμένων ρούχων έγινε ευρέως διαδεδομένη μετά την καθιέρωση της μουσουλμανικής κυριαρχίας αρχικά από τοσουλτανάτο του Δελχί (περίπου 1300 μ.Χ.) και στη συνέχεια συνεχίστηκε από τηνΑυτοκρατορία των Μουγκάλ (περίπου 1525 Κ.Ε.).[301] Μεταξύ των ενδυμάτων που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και εξακολουθούν να φοριούνται συνήθως είναι: τα σαλβάρια και οιπιτζάμες, και τα δύο στυλ παντελονιών, και οι χιτώνες κούρτα και καμέζ.[301] Στη νότια Ινδία, τα παραδοσιακά ντραπέ ενδύματα επρόκειτο να συνεχίσουν να χρησιμοποιούνται για πολύ καιρό.[301]
Τα τελευταία 50 χρόνια, η μόδα έχει αλλάξει πολύ στην Ινδία. Όλο και περισσότερο, στην αστική βόρεια Ινδία, το σάρι δεν είναι πλέον το ένδυμα της καθημερινής ένδυσης, αν και παραμένουν δημοφιλή σε επίσημες περιστάσεις.[302] Το παραδοσιακό σαλβάρι καμέζ σπάνια φοριέται από νεότερες αστικές γυναίκες, που προτιμούν τα τσουρίνταρ ή τα τζιν.[302] Για γάμους και επίσημες περιστάσεις, οι άνδρες της μεσαίας και ανώτερης τάξης φορούν συχνά μπαγκντάλα, ή κοντά σακάκια Νεχρού, με παντελόνια, με τον γαμπρό και τους κουμπάρους του να φορούν σερβανί και τσουρίνταρ.[302] Το ντότι, κάποτε το καθολικό ένδυμα των ινδουιστών ανδρών, η χρήση του οποίου στα χειροποίητα καντί επέτρεψε στον Γκάντι να φέρει τον ινδικό εθνικισμό σε εκατομμύρια,[303] σπάνια φοριέται στις πόλεις.[302]
Η βάση ενός τυπικού ινδικού γεύματος είναι ένα δημητριακό μαγειρεμένο με απλό τρόπο και συμπληρωμένο με γευστικά αλμυρά πιάτα.[304] Τα μαγειρεμένα δημητριακά θα μπορούσαν να είναι ρύζι στον ατμό,τσαπάτι, ένα λεπτό άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται από αλεύρι σίτου ή περιστασιακά καλαμποκάλευρο και ψημένο στο τηγάνι ξηρό,[305] το ίντλι, ένα κέικ πρωινού στον ατμό, ή ντόσα, μια ψημένη τηγανίτα, και τα δύο ζυμωμένα και φτιαγμένα από ένα κουρκούτι με ρύζι και μούνγκο.[306] Τα αλμυρά πιάτα μπορεί να περιλαμβάνουνφακές,όσπρια και λαχανικά συνήθως καρυκευμένα μετζίντζερ καισκόρδο, αλλά και με συνδυασμό μπαχαρικών που μπορεί να περιλαμβάνεικόλιανδρο,κύμινο,κουρκουμά,κανέλα,κάρδαμο και άλλα, σύμφωνα με τις γαστρονομικές συμβάσεις.[304] Μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν πιάτα με πουλερικά, ψάρια ή κρέας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα συστατικά μπορεί να αναμειχθούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μαγειρέματος.[307]
Τάλι από τη νότια Ινδία
Μια πιατέλα ή τάλι που χρησιμοποιείται για φαγητό έχει συνήθως μια κεντρική θέση που προορίζεται για τα μαγειρεμένα δημητριακά και περιφερειακές θέσεις για τα γευστικά συνοδευτικά, τα οποία συχνά σερβίρονται σε μικράμπολ. Τα δημητριακά και τα συνοδευτικά τους τρώγονται ταυτόχρονα. Αυτό επιτυγχάνεται με την ανάμειξη - για παράδειγμα ρυζιού και φακών - ή με το δίπλωμα, το τύλιγμα, το σκούπισμα ή το βύθισμα - όπως το τσαπάτι και τα μαγειρεμένα λαχανικά ή φακές.[304]
Η Ινδία έχει χαρακτηριστικές χορτοφαγικές κουζίνες, καθεμία από τις οποίες είναι χαρακτηριστικό της γεωγραφικής και πολιτιστικής ιστορίας της.[308] Η εμφάνιση τηςαχίμσα, ή η αποφυγή της βίας προς όλες τις μορφές ζωής σε πολλά θρησκευτικά τάγματα στις αρχές της ινδικής ιστορίας, ιδιαίτερα τουΟυπανισαδικού Ινδουισμού, τουΒουδισμού και τουΤζαϊνισμού, πιστεύεται ότι συνέβαλε στην επικράτηση της χορτοφαγίας σε ένα μεγάλο τμήμα του Ινδουιστικού πληθυσμού της Ινδίας, ιδιαίτερα στη νότια Ινδία, το Γκουτζαράτ, τη ζώνη που μιλάει ταΧίντι της βορειοκεντρικής Ινδίας, καθώς και μεταξύ των Τζαϊνών.[308] Αν και το κρέας καταναλώνεται ευρέως στην Ινδία, η αναλογική κατανάλωση κρέατος στη συνολική διατροφή είναι χαμηλή.[309] Σε αντίθεση με την Κίνα, η οποία αύξησε σημαντικά την κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος στα χρόνια της αυξημένης οικονομικής της ανάπτυξης, στην Ινδία οι ισχυρές διατροφικές παραδόσεις συνέβαλαν στο να γίνει η προτιμώμενη μορφή κατανάλωσης ζωικής πρωτεΐνης τα γαλακτοκομικά και όχι το κρέας.[310]
Η πιο σημαντική εισαγωγή τεχνικών μαγειρικής στην Ινδία κατά την τελευταία χιλιετία έγινε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας τωνΜουγκάλ. Πιάτα όπως τοπιλάφι[311] που αναπτύχθηκε στοχαλιφάτο των Αββασιδών[312] και τεχνικές μαγειρέματος όπως το μαρινάρισμα του κρέατος σε γιαούρτι, εξαπλώθηκαν στη βόρεια Ινδία από περιοχές στα βορειοδυτικά της.[313] Στην απλή μαρινάδα γιαουρτιού της Περσίας, άρχισαν να προστίθενται στην Ινδία κρεμμύδια, σκόρδο, αμύγδαλα και μπαχαρικά.[313] Το ρύζι μαγειρεύτηκε εν μέρει και στρώθηκε εναλλάξ με το σοταρισμένο κρέας, η κατσαρόλα σφραγίστηκε σφιχτά και μαγειρεύτηκε αργά σύμφωνα με μια άλλη περσική τεχνική μαγειρέματος, για να παραχθεί αυτό που σήμερα έχει γίνει το Ινδικό μπιριάνι,[313] χαρακτηριστικό πιάτο του εορταστικού δείπνου σε πολλά μέρη της Ινδίας.[314] Στο φαγητό που σερβίρεται στα ινδικά εστιατόρια σε όλο τον κόσμο, η ποικιλομορφία του ινδικού φαγητού έχει εν μέρει συγκαλυφθεί από την κυριαρχία τηςκουζίνας του Παντζάμπ. Η δημοτικότητα τουκοτόπουλου ταντούρι —μαγειρεμένο στο φούρνοταντούρ, το οποίο παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν για το ψήσιμο ψωμιού στην αγροτική περιοχή Παντζάμπ και στην περιοχή του Δελχί, ειδικά μεταξύ των μουσουλμάνων, αλλά που προέρχεται απότην Κεντρική Ασία— χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950 και προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από μια επιχειρηματική ανταπόκριση μεταξύ των ανθρώπων από το Παντζάμπ που είχαν εκτοπιστεί από τη διχοτόμηση της Ινδίας το 1947.[308]
Αρκετά παραδοσιακά γηγενή αθλήματα όπως τοκαμπάντι, τοχο χο,το πελβάνι καιτο γκίλι-ντάντα, καθώς και οι πολεμικές τέχνες, όπως τοκαλαριπαγιάτου καιτο μάρμα άντι παραμένουν δημοφιλή. Τοσκάκι θεωρείται συνήθως ότιπροήλθε από την Ινδία ωςτσατουράνγκα.[315] Υπήρξε μια αύξηση στον αριθμό των Ινδώνγκανμαίτρ.[316] ΟΒισβανάθαν Ανάντ έγινε ο αδιαμφισβήτητος Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι το 2007 και κράτησε το καθεστώς μέχρι το 2013.[317] Το παρτσέσι προέρχεται από τοπατσίσι, ένα άλλο παραδοσιακό ινδικό χόμπι, το οποίο στις αρχές της σύγχρονης εποχής παιζόταν σε μια γιγαντιαία μαρμάρινη αυλή από τοναυτοκράτορα των Μουγκάλ,Ακμπάρ ο Μέγας.[318]
Τοκρίκετ είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στην Ινδία.[319] Οι σημαντικότερες εγχώριες διοργανώσεις περιλαμβάνουν το Ινδικό πρωτάθλημα κρίκετ, το οποίο είναι το πρωτάθλημα κρίκετ με τις περισσότερες προβολές στον κόσμο και κατατάσσεται στην έκτη θέση μεταξύ όλων των αθλητικών πρωταθλημάτων.[320] Άλλα επαγγελματικά πρωταθλήματα περιλαμβάνουν τηνΙνδική Σούπερ Λιγκ (ποδόσφαιρο) και το πρωτάθλημα Καμπάντι.[321][322][323]
Η Ινδία έχει κερδίσει δύοπαγκόσμια κύπελλα κρίκετ ODI, την έκδοση του 1983 και την έκδοση του 2011 και έχει οκτώ χρυσά μετάλλια στο χόκεϊ επί χόρτου στουςθερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.[324] Η Ινδία έχει μιασχετικά ισχυρή παρουσία στα αθλήματα σκοποβολής και έχει κερδίσει πολλά μετάλλια στουςΟλυμπιακούς Αγώνες, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Σκοποβολής και στους Αγώνες της Κοινοπολιτείας.[325][326] Άλλα αθλήματα στα οποία οι Ινδοί έχουν πετύχει διεθνώς περιλαμβάνουν τομπάντμιντον,[327] η πυγμαχία[328] και η πάλη.[329] Το ποδόσφαιρο είναι δημοφιλές στηΔυτική Βεγγάλη, τηΓκόα, τοΤαμίλ Ναντού, τηνΚεράλα και τις βορειοανατολικές πολιτείες.[330] Η Ινδία έχει φιλοξενήσει ή συνδιοργανώσει πολλά διεθνή αθλητικά γεγονότα: τους Ασιατικούς Αγώνες του 1951 και του 1982, τα τουρνουά Παγκοσμίου Κυπέλλου Κρίκετ του 1987, του 1996 και του 2011, τους Αφρο-Ασιατικούς Αγώνες του 2003, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μπάντμιντον 2009, το Παγκόσμιο Κύπελλο Χόκεϊ 2010 και τους Αγώνες της Κοινοπολιτείας 2010.
↑(προσμετρώντας και τις περιοχές που είναι υπό αμφισβήτηση)
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης του Γαϊδουράγκαθου, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μέλος του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας
↑Ιππότης του Αγίου Πατρικίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μέλος του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας
↑Ιππότης του Γαϊδουράγκαθου, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας
↑Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μέλος του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης του Αγίου Πατρικίου, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Βασιλικού Βικτωριανού Τάγματος, Μετάλλιο του Τάγματος Αυτοκρατορικής Υπηρεσίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Βασιλικού Βικτωριανού Τάγματος, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Βασιλικός Δικηγόρος
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μετάλλιο Υπηρεσίας Αποικιοκρατικού Στρατού, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Ιππότης του Γαϊδουράγκαθου, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μέλος του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ και του Αγίου Γεωργίου, Στρατιωτικός Σταυρός, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου
↑Ιππότης της Περικνημίδας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος του Λουτρού, Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Ιππότης Μέγας Διοικητής του Τάγματος του Αστέρος της Ινδίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Τάγματος της Ινδικής Αυτοκρατορίας, Μεγαλόσταυρος Ιππότης του Βασιλικού Βικτωριανού Τάγματος, Μέλος του Τάγματος Επιφανούς Στρατιωτικής Υπηρεσίας, Μέλος του Συμβουλίου Επικρατείας του Ηνωμένου Βασιλείου, Μέλος της Βασιλικής Εταιρείας
↑Το 2015, η Παγκόσμια Τράπεζα αύξησε το διεθνές όριο φτώχειας στα 1,9$ την ημέρα.[235]
↑Γιασίρ, Σαμίρ· Μασάλ, Μουτζίμπ· Times, Χάρι Κουμάρ / The New York (8 Σεπτεμβρίου 2023).«Μήπως η Ινδία θα αλλάξει το όνομά της;».Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (στα greek). Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2023.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
↑18,018,1Petraglia & Allchin 2007, σελ. 10, "Y-Chromosome and Mt-DNA data support the colonization of South Asia by modern humans originating in Africa. ... Coalescence dates for most non-European populations average to between 73–55 ka."
↑Dyson 2018, σελ. 1, "Modern human beings—Homo sapiens—originated in Africa. Then, intermittently, sometime between 60,000 and 80,000 years ago, tiny groups of them began to enter the north-west of the Indian subcontinent. It seems likely that initially they came by way of the coast. ... it is virtually certain that there wereHomo sapiens in the subcontinent 55,000 years ago, even though the earliest fossils that have been found of them date to only about 30,000 years before the present."
↑Fisher 2018, σελ. 23, "Scholars estimate that the first successful expansion of theHomo sapiens range beyond Africa and across the Arabian Peninsula occurred from as early as 80,000 years ago to as late as 40,000 years ago, although there may have been prior unsuccessful emigrations. Some of their descendants extended the human range ever further in each generation, spreading into each habitable land they encountered. One human channel was along the warm and productive coastal lands of the Persian Gulf and northern Indian Ocean. Eventually, various bands entered India between 75,000 years ago and 35,000 years ago."
↑Kaul 1970, σελ. 160, " The Aravalli range boldy defines the eastern limit of the arid and semi-arid zone. Probably the more humid conditions that prevail near the Aravallis prevented the extention of aridity towards the east and the Ganges Valley. It is noteworthy that, wherever there are gaps in this range, sand has advanced to the east of it."
↑Prasad 1974, σελ. 372, " The topography of the Indian Desert is dominated by the Aravalli Ranges on its eastern border, which consist largely of tightly folded and highly metamorphosed Archaean rocks."
↑Fisher 2018, σελ. 83, " East of the lower Indus lay the inhospitable Rann of Kutch and Thar Desert. East of the upper Indus lay the more promising but narrow corridor between the Himalayan foothills on the north and the Thar Desert and Aravalli Mountains on the south. At the strategic choke point, just before reaching the fertile, well-watered Gangetic plain, sat Delhi. On this site, where life giving streams running off the most northern spur of the rocky Aravalli ridge flowed into the Jumna river, and where the war-horse and war-elephant trade intersected, a series of dynasties built fortified capitals."
↑243,0243,1«World Population Prospects 2024»(XLSX) (στα Αγγλικά). United Nations Department of Economic and Social Affairs. 27 Ιουλίου 2024. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2025.
↑Kapoor, Mudit; Shamika, Ravi (10 February 2014). «India's missing women». The Hindu. https://www.thehindu.com/opinion/lead/indias-missing-women/article5670801.ece. Ανακτήθηκε στις 17 November 2019. «In the last 50 years of Indian democracy, the absolute number of missing women has increased fourfold from 15 million to 68 million. This is not merely a reflection of the growth in the overall population, but, rather, of the fact that this dangerous trend has worsened with time. As a percentage of the female electorate, missing women have gone up significantly — from 13 per cent to approximately 20 per cent»
↑«More than 63 million women 'missing' in India, statistics show». 30 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2019. Quote: "More than 63 million women are "missing" statistically across India, and more than 21 million girls are unwanted by their families, government officials say. The skewed ratio of men to women is largely the result of sex-selective abortions, and better nutrition and medical care for boys, according to the government's annual economic survey, which was released on Monday. In addition, the survey found that "families where a son is born are more likely to stop having children than families where a girl is born".
↑Trivedi, Ira (15 Αυγούστου 2019).«A Generation of Girls Is Missing in India – Sex-selective abortion fuels a cycle of patriarchy and abuse». Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2019. Quote: "Although it has been illegal nationwide for doctors to disclose the sex of a fetus since the 1994 Pre-Conception and Pre-Natal Diagnostic Techniques Act, the ease of ordering cheap and portable ultrasound machines, especially online, has kept the practice of sex-selective abortions alive."
Salim Ali· S. Dillon Ripley (1995).A Pictorial Guide to the Birds of the Indian Subcontinent. Mumbai: Bombay Natural History Society and Oxford University Press. pp. 183, 106 colour plates by John Henry Dick.ISBN0195637321..
Ethelbert Blatter· Walter Samuel Millard (1997).Some Beautiful Indian Trees. Mumbai: Bombay Natural History Society and Oxford University Press. pp.xvii, 165, 30 colour plates.ISBN019562162X..
Stanley Henry Prater (1971).The book of Indian Animals. Mumbai: Bombay Natural History Society and Oxford University Press. pp.xxiii, 324, 28 colour plates by Paul Barruel.ISBN0195621697..
Mahesh Rangarajan, επιμ. (1999).Oxford Anthology of Indian Wildlife: Volume 1, Hunting and Shooting. New Delhi: Oxford University Press. pp.xi, 439.ISBN0195645928..
Mahesh Rangarajan, επιμ. (1999).Oxford Anthology of Indian Wildlife: Volume 2, Watching and Conserving. New Delhi: Oxford University Press. pp.xi, 303.ISBN0195645936..
Ashish Rajadhyaksha· Paul Willemen, επιμ. (1999).Encyclopedia of Indian Cinema (2η έκδοση). University of California Press and British Film Institute. σελ. 652.ISBN978-1579581466. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2010..
1 Τμήμα της χώρας ανήκει στηνΑφρική.2 Συνήθως γεωγραφικά θεωρείται Ασιατική χώρα, αλλά ωστόσο για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους εντάσσεται συχνά στηνΕυρώπη.3 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Ευρώπη.