Ηδύσπνοια είναι το αίσθημα δυσκολίας στηναναπνοή. Το σύμπτωμα αυτό μπορεί να αποτελείται από ποιοτικώς διαφορετικές συνιστώσες, όπως το σφίξιμο στο στήθος ή το αποπνικτικό αίσθημα (η αίσθηση ότι δεν υπάρχει αρκετό οξυγόνο).[1]
Η Αμερικανική Εταιρεία Θώρακα ορίζει τη δύσπνοια ως «μία υποκειμενική εμπειρία ανησυχίας (discomfort) στην αναπνοή που αποτελείται από ποιοτικώς διαφορετικά αισθήματα ποικίλης εντάσεως»,[5] ενώ άλλοι ορισμοί την περιγράφουν απλώς ως «δυσκολία στην αναπνοή»,[6] «άτακτη ή ανεπαρκή αναπνοή»[7] και ως την «εμπειρία της ελλείψεως αναπνοής» (οξεία ή χρόνια).[2][8][9]
Ειδικότερες μορφές δύσπνοιας είναι ηορθόπνοια, κατά την οποία η δύσπνοια εμφανίζεται όταν ο άνθρωπος είναι ξαπλωμένος και το αντίθετό της, ηπλατύπνοια, δύσπνοια που εμφανίζεται μόνο στην όρθια στάση.
Παρότι η δύσπνοια προκαλείται γενικώς από διαταραχές στοκαρδιαγγειακό ή στοαναπνευστικό σύστημα, και άλλα συστήματα όπως το νευρικό,[10] τομυοσκελετικό, τοενδοκρινικό, καθώς και ψυχιατρικοί παράγοντες μπορεί να είναι η αιτία.[11] Το ιατρικόέμπειρο σύστημαDiagnosisPro, περιείχε 497 διακριτές αιτίες τον Οκτώβριο του 2010.[12] Οι συνηθέστερες καρδιαγγειακές αιτίες είναι το οξύέμφραγμα του μυοκαρδίου και ηκαρδιακή ανεπάρκεια, ενώ συνήθη πνευμονικά αίτια είναι ηχρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, τοάσθμα, οπνευμοθώρακας, το πνευμονικό οίδημα και ηπνευμονία.[2] Επί παθοφυσιολογικής βάσεως τα αίτια μπορούν να ταξινομηθούν σε: (1) αυξημένη συνειδητοποίηση της κανονικής αναπνοής, όπως κατά τη διάρκεια κρίσεων άγχους, (2) αύξηση του αναπνευστικού έργου και (3) ανωμαλία στο σύστημα αερισμού.[10]
Τοοξύ στεφανιαίο σύνδρομο προκαλεί συχνά πόνο στο στήθος και δυσκολία στην αναπνοή,[2] ωστόσο μπορεί να είναι ασυμπτωματικό, μόνο με λαχάνιασμα.[13] Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η μεγάλη ηλικία, το κάπνισμα, ηυπέρταση, ηυπερλιπιδαιμία και οδιαβήτης.[13] Σημαντικά για τη διάγνωση και την αγωγή είναι τοηλεκτροκαρδιογράφημα και η μέτρηση τωνκαρδιακών ενζύμων. Η αγωγή αποσκοπεί στο να μειώσει τις απαιτήσεις της καρδιάς σε οξυγόνο και να αυξήσει τη ροή του αίματος.[2]
Τοάσθμα είναι το συχνότερο αίτιο εισόδου στο τμήμα επειγόντων περιστατικών με δύσπνοια.[2] Αποτελεί τη συνηθέστερη πνευμονική ασθένεια, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες, επηρεάζοντας περί το 5% του πληθυσμού.[2] Συμπτώματα του άσθματος είναι και ο συριστικός ρόγχος, το σφίξιμο στο στήθος και ο μη παραγωγικός βήχας.[2] Τα εισπνεόμενακορτικοστεροειδή αποτελούν την αγωγή εκλογής για τα παιδιά, παρότι μπορούν να μειώσουν την ανάπτυξη.[14] Τα οξέα συμπτώματα ανακουφίζονται με βρογχοδιασταλτικά με άμεση δράση.
Οπνευμονοθώρακας προκαλεί συνήθως πλευριτικό πόνο στο στήθος με απότομη έναρξη και δύσπνοια που δεν βελτιώνεται με τη χορήγηση οξυγόνου. Φυσικά ευρήματα μπορεί να είναι η απουσία ήχων της αναπνοής στη μία πλευρά, και η απόκλιση τηςτραχείας.[2]
Τα συμπτώματα τηςπνευμονίας είναιπυρετός, παραγωγικόςβήχας, δύσπνοια και πλευριτικός πόνος.[2] Ακτινογραφία θώρακα μπορεί να χρησιμεύσει στη διαφοροποίηση της πνευμονίας από την καρδιακή ανεπάρκεια.[2] Η πνευμονία αντιμετωπίζεται μεαντιβιοτικά.[2]
Η κλασικήπνευμονική εμβολή προκαλεί δύσπνοια με απότομη έναρξη.[2] Τα άλλα συμπτώματά της περιλαμβάνουν πλευριτικό πόνο, βήχα,αιμόπτυση και πυρετό.[2] Παράγοντες κινδύνου αποτελούν μεταξύ άλλων ηθρόμβωση βαθείας φλέβας, η πρόσφατη εγχείρηση, οκαρκίνος και προηγούμενεςθρομβοεμβολές.[2] Πρέπει πάντα να την υποπτευόμαστε σε ασθενείς με δύσπνοια με απότομη έναρξη.[2] Η διάγνωση ωστόσο μπορεί να είναι δύσκολη.[2] Η θεραπευτική αγωγή είναι συνήθως η χορήγησηαντιθρομβωτικών.[2]
Ηαναιμία χαμηλών επιπέδων αιμοσφαιρίνης αποτελεί συχνά αιτία δύσπνοιας. Η έντονη έμμηνη ρύση μπορεί να συνεισφέρει στην αναιμία και σε συνακόλουθη δύσπνοια. Οι πονοκέφαλοι είναι επίσης σύμπτωμα σε ασθενείς με αναιμία, ενώ μερικοί αναφέρουν μία αίσθηση μουδιάσματος στο κεφάλι ή θολή όραση από την υπόταση πίσω από το μάτι εξαιτίας ελλείψεως οξυγόνου και πιέσεως. Οι ίδιοι ασθενείς έχουν αναφέρει οξείς πονοκεφάλους, πολλοί από τους οποίους οδηγούν σε μόνιμη εγκεφαλική βλάβη.
Διαφορετικές φυσιολογικές οδοί μπορεί να οδηγήσουν σε δύσπνοια, όπως δια των χημικών, των μηχανικών και των πνευμονικών υποδοχέων.[13]
Πιστεύεται ότι τρεις κύριοι παράγοντες συνεισφέρουν στη δύσπνοια: προσαγωγά σήματα, απαγωγά σήματα και η κεντρική επεξεργασία πληροφοριών στον εγκέφαλο. Πιστεύεται ότι η τελευταία συγκρίνει τα προσαγωγά και τα απαγωγά σήματα, και η δύσπνοια εμφανίζεται όταν υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ τους, π.χ. όταν η ανάγκη για αερισμό (προσαγωγά σήματα) δεν εξισορροπείται από τη φυσική αναπνοή (απαγωγά σήματα).
Τα προσαγωγά σήματα είναι αισθητηριακά νευρικά σήματα που ανέρχονται προς τον εγκέφαλο. Αυτά που παίζουν ρόλο στη δύσπνοια προκαλούνται από πολλές διαφορετικές πηγές, όπως είναι τοσώμα των καρωτίδων, οπρομήκης μυελός, οιπνεύμονες και τοθωρακικό τοίχωμα. Οι χημικοί υποδοχείς στα σώματα των καρωτίδων και τον προμήκη μυελό παρέχουν πληροφόρηση για τα επίπεδα του αέριου οξυγόνου, του διοξειδίου του άνθρακα και του κατιόντος υδρογόνου στο αίμα. Στους πνεύμονες, οιπαρατριχοειδείς υποδοχείς είναι ευαίσθητοι στο διάμεσο πνευμονικό οίδημα, ενώ οι υποδοχείς τάσεων σηματοδοτούν τη βρογχοσυστολή. Οιμυικές άτρακτοι στο θωρακικό τοίχωμα πληροφορούν με τα σήματά τους για την τάση των αναπνευστικών μυών. Με τον τρόπο αυτό, καταστάσεις όπως ο ανεπαρκής αερισμός που οδηγεί σε περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα, η ανεπάρκεια της αριστερής καρδιάς που οδηγεί σε διάμεσο οίδημα (δυσκολεύοντας την ανταλλαγή αερίων), το άσθμα που οδηγεί σε βρογχοσυστολή (περιορισμένη ροή αέρα) και η μυική κόπωση που οδηγεί σε ανεπαρκή δράση των αναπνευστικών μυών, μπορούν όλες να συνεισφέρουν στο αίσθημα της δύσπνοιας.
Τα απαγωγά σήματα είναι τα κινητικά νευρικά σήματα που κατέρχονται από τον εγκέφαλο στουςαναπνευστικούς μύες. Ο σημαντικότερος τέτοιος μυς είναι το διάφραγμα.
Καθώς ο εγκέφαλος δέχεται πολλαπλές προσαγωγικές πληροφορίες για τον αερισμό των πνευμόνων, είναι σε θέση να τις συγκρίνει με το τρέχον επίπεδο της αναπνοής όπως αυτό ρυθμίζεται με τα απαγωγά σήματα. Αν το επίπεδο της αναπνοής δεν είναι το κατάλληλο για την κατάσταση του σώματος, τότε μπορεί να γίνει αισθητή δύσπνοια. Υπάρχει όμως επιπλέον και μία ψυχολογική συνιστώσα στη δύσπνοια, καθώς μερικοί άνθρωποι μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να έχουν μία αυξημένη συνειδητοποίηση της κανονικής αναπνοής, αλλά να μην έχουν την ανησυχία που είναι χαρακτηριστική της δύσπνοιας.
Δύσπνοια όταν ανεβαίνουμε ανηφόρα ή τρέχουμε στο επίπεδο
2
Ο δυσπνοϊκός περπατά αργότερα από το κανονικό στο επίπεδο (ή σταματά μετά από 15 λεπτά βαδίσματος)
3
Σταματά μετά από λίγα λεπτά βαδίσματος στο επίπεδο
4
Με ελάχιστη δραστηριότητα, όπως η ένδυση, υπερβολικά δυσπνοϊκός για να βγει εκτός της οικίας
Η αρχική προσέγγιση στην αποτίμηση αρχίζει με μία εκτίμηση του λεγόμενου «ABC» (airway-breathing-circulation, δηλ. αερισμός, αναπνοή και κυκλοφορία) και συνεχίζεται με λήψη τουιατρικού ιστορικού και ιατρική εξέταση.[2] Γνωρίσματα μιας σοβαρότερης καταστάσεως είναι μεταξύ άλλων ηυπόταση, ηυποξαιμία, η απόκλιση της τραχείας, η διανοητική σύγχυση, η ασταθής καρδιακή αρρυθμία, ο συριγμός, ηκυάνωση, η υπερβολική χρήση των παραπληρωματικών μυών (όπως οστερνοκλειδομαστοειδής) και η απουσία ήχων αναπνοής.[11]
Διάφορες κλίμακες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ποσοτικοποιήσουν τον βαθμό της δύσπνοιας.[16] Υποκειμενικά μπορεί να βαθμονομηθεί σε μία κλίμακα από το 1 έως το 10 με αντίστοιχες περιγραφές (Τροποποιημένη κλίμακα του Borg).[16] Μία άλλη κλίμακα είναι η πεντάβαθμη «MRC breathlessness scale» (Κλίμακα δύσπνοιας MRC), που βασίζεται στις συνθήκες υπό τις οποίες εμφανίζεται η δύσπνοια και παρατίθεται στον πίνακα.[17]
Η δύσπνοια είναι ο κύριος λόγος για το 3,5% των επισκέψεων στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των αμερικανικών νοσοκομείων. Από αυτούς τους ανθρώπους, το 51% εισάγονται τελικώς για νοσηλεία και το 13% είναι νεκροί μετά από ένα έτος.[18] Μελέτες υποδεικνύουν ότι μέχρι και το 27% του γενικού πληθυσμού θα εμφανίσει κάποτε δύσπνοια.[19] Η οξεία δύσπνοια είναι ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο άνθρωποι που χρειάζονταιανακουφιστική φροντίδα επισκέπτονται ένα τμήμα επειγόντων.[3]
↑American Heart Society (1999). «Dyspnea mechanisms, assessment, and management: a consensus statement».Am Rev Resp Crit Care Med159: 321–340.doi:10.1164/ajrccm.159.1.ats898.
↑10,010,110,2Frownfelter, Donna· Dean, Elizabeth (2006). «8». Στο: Willy E. Hammon III, επιμ.Cardiovascular and Pulmonary Physical Therapy.4. Mosby Elsevier. σελ. 139.
↑16,016,1Saracino A (Οκτώβριος 2007). «Review of dyspnoea quantification in the emergency department: is a rating scale for breathlessness suitable for use as an admission prediction tool?».Emerg Med Australas19 (5): 394–404.doi:10.1111/j.1742-6723.2007.00999.x.PMID17919211.