Η Ανταρκτική είναι, κατά μέσο όρο, η πιο κρύα, η ξηρότερη, και η πιο ανεμώδης ήπειρος, ενώ έχει και το υψηλότερο μέσουψόμετρο από όλες τις άλλες ηπείρους.[2] Η Ανταρκτική θεωρείταιέρημος, με ετήσιεςκατακρημνίσεις μόλις 200mm κατά μήκος των ακτών, και πολύ λιγότερο στην ενδοχώρα.[3] Ηθερμοκρασία στην Ανταρκτική έχει φτάσει έως -93,2 °C. Δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, κατοικούν όμως από 1.000 έως 5.000 άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια του χρόνου σε ερευνητικούς σταθμούς που υπάρχουν διάσπαρτοι στην ήπειρο. Μόνο προσαρμοσμένοι στο κρύο οργανισμοί μπορούν να ζήσουν στην Ανταρκτική, μεταξύ των οποίων πολλά είδηφυκών,ζώων (για παράδειγμαακάρεα,νηματώδη,πιγκουίνοι,φώκιες καιβραδύπορα),βακτήρια,μύκητες,φυτά καιπρώτιστα. Η βλάστηση, όπου εμφανίζεται, είναι τύπουτούνδρας.
Η πρώτη επιβεβαιωμένη θέαση της ηπείρου είναι κοινώς αποδεκτό ότι συνέβη το 1820 από τη ρωσική αποστολή τουΦάμπιαν Γκότλιμπ φον Μπέλινγκσχαουζεν και τουΜιχαήλ Λαζάρεφ στοΒοστόκ και τοΜίρνι, αν και υπήρχαν μύθοι και υποθέσεις για μίαTerra Australis («Νότια Γη») από την αρχαιότητα. Η ήπειρος ωστόσο έμεινε εν γένει παραμελημένη για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα, εξαιτίας του εχθρικού περιβάλλοντος, της έλλειψης πόρων και της απομόνωσης. ΗΣυνθήκη της Ανταρκτικής υπογράφηκε το 1959 από 12 κράτη, και μέχρι τώρα την έχουν υπογράψει 53. Η συνθήκη απαγορεύει στρατιωτικές δραστηριότητες και εξόρυξηορυκτών, πυρηνικές εκρήξεις και διάθεση πυρηνικών αποβλήτων, ενώ υποστηρίζει την επιστημονική έρευνα και προστατεύει τηνοικοζώνη της ηπείρου. Συνεχιζόμενα πειράματα διεξάγονται από πάνω από 4.000 επιστήμονες από διάφορες χώρες.
Η πρώτη επίσημη χρήση του ονόματος «Ανταρκτική» ως όνομα για την ήπειρο τη δεκαετία του 1890 αποδίδεται στον ΒρετανόχαρτογράφοΤζον Τζορτζ Μπαρτόλομιου.[4] Το όνομαΑνταρκτική (Antarctica, όπως χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη του εμφάνιση) προέρχεται από τηνελληνική σύνθετη λέξηανταρκτική, θηλυκό τουανταρκτικός,[5] που σημαίνει «αντίθετα από τονΑρκτικό».[6]
Η πίστη για την ύπαρξη μιαςTerra Australis, μιας τεράστιας ηπείρου στον άπω νότο της υδρογείου ώστε να «εξισορροπεί» τις βόρειες ηπείρους της Ευρώπης, της Ασίας και της Βορείου Αμερικής, υπάρχει από τα χρόνια τουΠτολεμαίου (1ος αιώνας μ.Χ.), ο οποίος πρότεινε την ιδέα προκειμένου να διατηρηθεί ησυμμετρία όλων των γνωστών μαζών γης του κόσμου. Ακόμη και στα τέλη του 17ου αιώνα, και αφού είχε διαπιστωθεί ότι ηΝότια Αμερική και ηΑυστραλία δεν ήταν τμήματα της θρυλούμενης «Ανταρκτικής», οι γεωγράφοι πίστευαν ότι η ήπειρος ήταν πολύ μεγαλύτερη από το πραγματικό της μέγεθος.
Οι ευρωπαϊκοί χάρτες εξακολουθούσαν να δείχνουν αυτή την υποθετική γη μέχρι που τα πλοία τουΤζέιμς Κουκ,HMSResolution καιAdventure διέσχισαν τον Ανταρκτικό Κύκλο στις 17 Ιανουαρίου του 1773, τον Δεκέμβριο του 1773 και ξανά τον Ιανουάριο του 1774.[7] Ο Κουκ έφτασε σε απόσταση 121 χλμ. από τις ακτές τις Ανταρκτικής, πριν οπισθοχωρήσει ενόψει του πάγου τον Ιανουάριο του 1773.[8] Η πρώτη επιβεβαιωμένη θέαση της Ανταρκτικής μπορεί να εντοπιστεί στα πληρώματα τριών διαφορετικών πλοίων. Σύμφωνα με διάφορους οργανισμούς (τοΕθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) των ΗΠΑ,[9] τηNASA,[10] τοΠανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Σαν Ντιέγκο,[11] και άλλες πηγές),[12][13] πλοία τριών καπετάνιων αντίκρισαν την Ανταρκτική το 1820: τουΦάμπιαν Γκότλιμπ φον Μπέλινγκσχαουζεν (εσθονικής καταγωγής πλοίαρχος τουΑυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού), τουΈντουαρντ Μπράνσφιλντ (ιρλανδικής καταγωγής πλοίαρχος τουΒασιλικού Ναυτικού) και τουΝαθάνιελ Πάλμερ (αμερικανός κυνηγός φώκιας από τοΣτόνινγκτον τουΚονέκτικατ). Ο φον Μπέλινγκσχαουζεν είδε την Ανταρκτική στις 27 Ιανουαρίου 1820, τρεις μέρες πριν αντικρίσει γη ο Μπράνσφιλντ, και δέκα μήνες πριν τη δει ο Πάλμερ, τον Νοέμβριο του 1820. Εκείνη την ημέρα η αποστολή της οποίας ηγούνταν ο φον Μπέλινγκσχαουζεν και οΜιχαήλ Λαζάρεφ στα πλοίαΒοστόκ καιΜίρνι έφτασε σε απόσταση 32 χλμ. από την ηπειρωτική χώρα της Ανταρκτικής και αντίκρισε πεδία πάγου. Η πρώτη καταγεγραμμένη απόβαση στην ηπειρωτική Ανταρκτική έγινε από τον Αμερικανό κυνηγό φώκιαςΤζον Ντέιβις στηΔυτική Ανταρκτική στις 7 Φεβρουαρίου 1821, αν και κάποιοι ιστορικοί το αμφισβητούν.
Στις 22 Ιανουαρίου 1840, δύο μέρες μετά την ανακάλυψη της ακτής δυτικά τωνΝήσων Μπάλενι, κάποια μέλη του πληρώματος της αποστολής του 1837-1840 τουΖυλ Ντυμόν ντ' Ουρβίλ αποβιβάστηκαν στην υψηλότερη νησίδα[14] μιαςσυστάδας βραχονησίδων περίπου 4 χλμ. από τοΑκρωτήριο Γκεοντεζί (Geodesie, γαιωδαισία) στην ακτή τηςΑδελίας Γης όπου πήραν δείγματα ορυκτών, φυκών και ζώων.[15]
Τον Δεκέμβριο του 1839, ως μέρος τηςΕξερευνητικής Αποστολής των Ηνωμένων Πολιτειών του 1838-1842 που διενεργήθηκε από τοΝαυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών (United States Exploring Expedition αναφέρεται κάποιες φορές και ως «Ex. Ex.» ή «the Wilkes Expedition»), μία αποστολή απέπλευσε από τοΣίδνεϊ τηςΑυστραλίας με προορισμό τονΑνταρκτικό ωκεανό, όπως ήταν τότε γνωστός, και ανέφεραν την ανακάλυψη μιας «Ανταρκτικής ηπείρου δυτικά των Νήσων Μπαλένι» στις 25 Ιανουαρίου του 1840. Το τμήμα αυτό της Ανταρκτικής ονομάστηκε αργότερα «Γη του Γουίλκες».
Κατά τηνΑποστολή Νιμρόντ, της οποίας ηγούνταν οΈρνεστ Σάκλετον, το 1907, ομάδες υπό την καθοδήγηση τουΈντζουορθ Ντέιβιντ έγιναν οι πρώτοι που ανέβηκαν στο όρος Έρεβος και έφτασαν στονΝότιο Μαγνητικό Πόλο. ΟΝτάγκλας Μόσον, ο οποίος ανέλαβε την ηγεσία της ομάδας του Μαγνητικού Πόλου στην επικίνδυνη επιστροφή της, ηγήθηκε και σε διάφορες άλλες αποστολές μέχρι να αποσυρθεί το 1931.[18]
Ο Σάκλετον και τρία ακόμη μέλη της αποστολής του, στο διάστημα Δεκεμβρίου 1908 – Φεβρουαρίου 1909, έγιναν οι πρώτοι που διέσχισαν την Παγοκρηπίδα Ρος, οι πρώτοι που διέσχισαν τηνΥπερανταρκτική Οροσειρά (μέσω τουΠαγετώνα Μπίαρντμορ, και οι πρώτοι που πάτησαν στο Υψίπεδο του Νοτίου Πόλου. Μίααποστολή υπό την ηγεσία του Νορβηγού πολικού εξερευνητήΡόαλντ Αμούνδσεν από το πλοίοΦραμ έγινε η πρώτη που προσέγγισε τον γεωγραφικό Νότιο Πόλο στις 14 Δεκεμβρίου 1911, χρησιμοποιώντας μία διαδρομή από τονΚόλπο των Φαλαινών και διασχίζοντας τονΠαγετώνα Άξελ Χάιμπεργκ.[19] Ένα μήνα αργότερα, η καταδικασμένηαποστολή του Σκοτ έφτασε στον πόλο.
ΟΡίτσαρντ Ε. Μπερντ ηγήθηκε διαφόρων αποστολών στην Ανταρκτική μεαεροπλάνο, τις δεκαετίας του 1930 και του 1940. Έγινε πρωτοπόρος στις μηχανοκίνητες μεταφορές στην ήπειρο, ενώ έκανε και εκτεταμένες βιολογικές και γεωλογικές έρευνες.[20] Ωστόσο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1956 δεν ξαναπάτησε κανείς στον Νότιο Πόλο, οπότε μία ομάδα του Αμερικανικού Ναυτικού υπό την ηγεσία του υποναύαρχουΤζορτζ Τζ. Ντούφεκ προσγειώθηκε εκεί επιτυχώς μεαεροσκάφος.[21]
Ο πρώτος άνθρωπος που έπλευσε μόνος του μέχρι την Ανταρκτική ήταν ο ΝεοζηλανδόςΝτέιβιντ Χένρι Λιούις, με το δεκάμετρο ατσαλένιο ιστιοφόρο τουIce Bird.
Ευρισκόμενη ασύμμετρα γύρω από τονΝότιο Πόλο και κατά κύριο λόγο νοτίως του Ανταρκτικού κύκλου, η Ανταρκτική είναι η νοτιότερη ήπειρος του πλανήτη και περιβρέχεται από τονΝότιο Ωκεανό. Εναλλακτικά μπορεί να θεωρηθεί ότι περιβρέχεται από τον νότιοΕιρηνικό, νότιοΑτλαντικό και νότιοΙνδικό ωκεανό, ή από το νότιο τμήμα τουΠαγκόσμιου Ωκεανού. Έχει έκταση πάνω από 14.000.000 τ. χλμ.,[1] ούσα έτσι η πέμπτη μεγαλύτερη ήπειρος, περίπου 1,3 φορές μεγαλύτερη από τηνΕυρώπη. Η ακτογραμμή της έχει μήκος 17.968 χλμ.[1] και χαρακτηρίζεται κατά κύριο λόγο από σχηματισμούς πάγου, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα:
Η Ανταρκτική χωρίζεται στα δύο από ταΥπερανταρκτικά Όρη κοντά στο λαιμό μεταξύ της Θάλασσας Ρος και και τηςΘάλασσας Ουέντελ. Το τμήμα δυτικά της θάλασσας Ουέντελ και ανατολικά της Θάλασσας Ρος ονομάζεται Δυτική Ανταρκτική και το υπόλοιπο Ανατολική Ανταρκτική, επειδή χοντρικά αντιστοιχούν στο δυτικό και το ανατολικό ημισφαίριο σε σχέση με τονμεσημβρινό του Γκρήνουιτς.
Υψομετρικός χάρτης της Ανταρκτικής.
Περίπου 98% της Ανταρκτικής καλύπτεται από τοΑνταρκτικό παγοκάλυμμα, ένα παγοκάλυμμα με μέσο πάχος τουλάχιστον 1,9 χλμ. Η ήπειρος έχει περίπου το 90% του πάγου του πλανήτη (και συνεπώς το 70% τουπόσιμου νερού του κόσμου). Αν όλος αυτός ο πάγος έλιωνε, η στάθμη της θάλασσας θα ανέβαινε περίπου 60 μέτρα.[23] Στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού της ηπείρου, ηβροχόπτωση είναι πολύ χαμηλή, σχεδόν 20 χιλιοστά ανά έτος. Σε λίγες περιοχέςμπλε πάγου η βροχόπτωση είναι μικρότερη από την απώλεια μάζας λόγωεξάχνωσης και έτσι η τοπική ισορροπία μάζας είναι αρνητική. Στιςξηρές κοιλάδες παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο πάνω από βραχώδη βάση, με αποτέλεσμα ένα ξηρό τοπίο.
ΗΔυτική Ανταρκτική καλύπτεται από τοΠαγοκάλυμμα της Δυτικής Ανταρκτικής. Το παγοκάλυμμα έχει προκαλέσει πρόσφατα το ενδιαφέρον λόγω της ρεαλιστικής, αν και μικρής, πιθανότητας κατάρρευσής του. Αν καταρρεύσει,η στάθμη των ωκεανών θα ανέβαινε κατά μερικά μέτρα σε σχετικάγεωλογικώς μικρή περίοδο χρόνου, πιθανώς σε μερικούς αιώνες. Αρκετές ροές πάγου, που αποτελούν το 10% του στρώματος πάγου, ρέουν προς μία από τις πολλές παγοκρηπίδες.
ΤοΒίνσον Μασίφ, η υψηλότερη κορυφή της Ανταρκτικής με υψόμετρο 4.892 μέτρα, βρίσκεται σταΌρη Έλσγουορθ. Η Ανταρκτική έχει πολλά άλλα βουνά, και στην ήπειρο και στα γύρω νησιά. ΣτηΘάλασσα Ρος, τοΌρος Έρεβος είναι το νοτιότερο ενεργόηφαίστειο του πλανήτη. Ένα άλλο πολύ γνωστό ηφαίστειο βρίσκεται στοΝησί Ντεσέπσιον, το οποίο είναι γνωστό για τη γιγάντια έκρηξή του το 1970. Τα τελευταία χρόνια έχουν παρατηρηθεί ελάσσονες εκρήξεις και συχνή ροήλάβας. Υπάρχουν και άλλα εν δυνάμει ενεργά ηφαίστεια.[24] Το 2004 βρέθηκε από Αμερικανούς και Καναδούς ερευνητές ένα υποθαλάσσιο ηφαίστειο στηνΑνταρκτική Χερσόνησο. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι αυτό το ηφαίστειο ενδέχεται να είναι ακόμη ενεργό.[25]
Στην Ανταρκτική βρίσκονται πάνω από 70 λίμνες στη βάση του ηπειρωτικού παγοκαλύμματος. ΗΛίμνη Βοστόκ, η οποία ανακαλύφθηκε κάτω από τον ρωσικόΣταθμό Βοστόκ το 1996, είναι η μεγαλύτερη από τιςυποπαγετώνιες λίμνες. Παλαιότερα πιστεύονταν ότι η λίμνη ήταν στεγανή για 500.000 έως ένα εκατομμύριο χρόνια, όμως πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι αρκετά συχνά υπάρχουν μεγάλες ροές νερού από τη μία λίμνη στην άλλη.[26]
Υπάρχουν κάποια στοιχεία, με τη μορφήπυρήνων πάγου που εξορύχτηκαν από 400 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού, για το ότι η Λίμνη Βοστόκ ενδεχομένως περιέχειμικροβιακή ζωή. Η παγωμένη επιφάνεια της λίμνης έχει ομοιότητες με τον δορυφόρο τουΔία,Ευρώπη. Αν ανακαλυφθεί ζωή στη Λίμνη Βοστόκ, θα ενισχύσει θέση για την πιθανότητα ζωής στην Ευρώπη.[27] Το 2008, η ΝΑΣΑ ξεκίνησε αποστολή στηΛίμνη Ούντερζέε, ψάχνοντας γιαεξτρεμόφιλα στα υψηλήςαλκαλικότητας νερά της. Αν βρεθούν τέτοιοι οργανισμοί, θα ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση για πιθανότητα εξωγήινης ζωής σε εξαιρετικά ψυχρά, πλούσια σε μεθάνιο περιβάλλοντα.[28] Στην Ανταρκτική έχει σημειωθεί η χαμηλότερηθερμοκρασία στον πλανήτη με -93,2 °C, πολύ χαμηλότερα και από αυτή που καταγράφηκε στοΟϊμιάκον τηςΣιβηρίας με -67,7 °C (το ρεκόρ στοβόρειο ημισφαίριο).
Πριν από πάνω από 170 εκατομμύρια χρόνια, η Ανταρκτική ήταν τμήμα τηςυπερηπείρουΓκοντβάνα. Η Γκοντβάνα σταδιακά διασπάστηκε και η Ανταρκτική, με τη σημερινή της μορφή, σχηματίστηκε πριν περίπου 25 εκατομμύρια χρόνια. Η Ανταρκτική δεν ήταν πάντα ψυχρή, ξηρή και καλυμμένη με πάγο. Σε αρκετά σημεία της ιστορίας της βρίσκονταν βορειότερα, και είχε τροπικό ή εύκρατο κλίμα, ήταν καλυμμένη με δάση και κατοικούνταν από διάφορες αρχαίες μορφές ζωής.
Κατά τηνΚάμβρια περίοδο, η Γκοντβάνα είχεεύκρατο κλίμα. Η Δυτική Ανταρκτική βρίσκονταν εν μέρη στοΒόρειο Ημισφαίριο, και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εναποτέθηκαν μεγάλες ποσότητεςασβεστόλιθων,ψαμμιτών, καισχιστόλιθων. Η Ανατολική Ανταρκτική βρίσκονταν στον ισημερινό, όπου στον θαλάσσιο πυθμένα των τροπικών θαλασσών ανθούσαν ταασπόνδυλα και οιτριλοβίτες. Στην αρχή τηςΔεβόνιας περιόδου (416 Ma), η Γκοντβάνα βρίσκονταν σε νοτιότερο γεωγραφικό πλάτος και το κλίμα ήταν ψυχρότερο, ωστόσο είναι γνωστά απολιθώματα φυτών από αυτή την περίοδο. Σε αυτό που είναι σήμερα τα όρηΈλσγουορθ,Χόρλικ καιΠενασκόλα εναποτέθηκεάμμος καιλάσπη. Ηδημιουργία παγετώνων ξεκίνησε στο τέλος της Δεβόνιας περιόδου (360Ma), καθώς το κέντρο της Γκοντβάνα πλησίασε περισσότερο τον Νότιο Πόλο και το κλίμα ψύχρανε, αν και παρέμεινε κάποια χλωρίδα. Κατά τηνΠέρμια περίοδο, στη χλωρίδα κυριαρχούσαν φυτά σανφτέρες όπως τοGlossopteris, το οποίο αναπτύσσονταν σε βάλτους. Με τον καιρό τέτοιοι βάλτοι μετασχηματίστηκαν σε αποθέματα γαιάνθρακα σταΥπερανταρκτικά Όρη. Προς το τέλος της Πέρμιας περιόδου, η συνεχιζόμενη θέρμανση έκανε το κλίμα ξηρό και θερμό στο μεγαλύτερο μέρος της Γκοντβάνα.[29]
Ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης θέρμανσης του κλίματος οι πολικοί πάγοι έλιωσαν και το μεγαλύτερο μέρος της Γκοντβάνα μετατράπηκε σε έρημο. Στην Ανατολική Ανταρκτική, εγκαθιδύθηκαν ταπτεριδοσπερματόφυτα, ενώ την ίδια περίοδο εναποτέθηκαν μεγάλες ποσότητες ψαμμίτη και σχιστόλιθου. Τασυναψιδωτά, κοινώς γνωστά ως θηλαστικόμορφα ερπετά, ήταν κοινά στην Ανταρκτική κατά τηνύστερη Πέρμια καιπρώιμη Τριαδική, όπως τοLystrosaurus. Η Ανταρκτική Χερσόνησος άρχισε να σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τηςΙουράσιας περιόδου (206–146Ma), και τα νησιά αναδύθηκαν σταδιακά από τον ωκεανό. Τα δέντρα του γένουςGinko και αυτά της τάξηςCycadales αυθονούσαν αυτή την περίοδο. Στη Δυτική Ανταρκτική, κυριαρχούσαν τα δάσηκωνοφόρων σε όλη τη διάρκεια τηςΚρητιδικής περιόδου (146–65Ma), αν και οινότιες οξιές (Nothofagus) άρχισαν να καταλαμβάνουν την περιοχή προς το τέλος της περιόδου. Οιαμμωνίτες ήταν κοινοί στις θάλασσες γύρω από την Ανταρκτική, ενώ υπήρχαν και δεινόσαυροι, αν και μόνο τρίαγένη δεινοσαύρων έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα (Cryolophosaurus καιGlacialisaurus από τονΣχηματισμό Χάνσον,[30] καιAntarctopelta).[31] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε η Γκοντβάνα να διασπάται.
Η ψύξη της Ανταρκτικής έγινε σταδιακά, καθώς η μετακίνηση των ηπείρων άλλαξε τα ωκεάνια ρεύματα από τα κατά μήκος (ισημερινός προς πόλους) τα οποία εξίσωσαν τηθερμοκρασία σε κατά πλάτος ρεύματα που διατηρούσαν, και όξυναν τις θερμοκρασιακές διαφορές.
Η Αφρική χωρίστηκε από την Ανταρκτική περίπου 160 Ma, ακολουθούμενη από τηνΙνδική υποήπειρο, στην πρώιμη Κρητιδική (περίπου 125Ma). Γύρω στα 65Ma, η Ανταρκτική (ακόμη συνδεδεμένη με την Αυστραλία) είχε ακόμη τροπικό έως υποτροπικό κλίμα, καθώς καιμαρσιποφόραπανίδα. Περί τα 40 Ma, η Αυστραλία και ηΝέα Γουινέα αποχωρίστηκαν από την Ανταρκτική, και έτσι τα κατά πλάτος ρεύματα απομόνωσαν την Ανταρκτική από την Αυστραλία, και άρχισε να εμφανίζεται ο πρώτος πάγος. Κατά τογεγονός μαζικής εξαφάνισηςΗώκαινου-Ολιγόκαινου 34Ma πριν, τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα έχει βρεθεί ότι ήταν στα 760 ppm[32] και με πτωτική πορεία από το επίπεδο των χιλιάδων ppm που ήταν πριν. Γύρω στα 23 Ma, άνοιξε τοΠέρασμα Ντρέικ μεταξύ Ανταρκτικής και Νοτίου Αμερικής, που είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση τουΑνταρκτικού Περιπολικού Ρεύματος, το οποίο απομόνωσε εντελώς την ήπειρο. Μοντέλα των αλλαγών που έγιναν υποδεικνύουν ότι τα μειούμενα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα έγιναν πιο ραγδαία.[33] Ο πάγος άρχισε να απλώνεται, αντικαθιστώντας τα δάση που μέχρι τότε κάλυπταν την ήπειρο. Από τα 15 Ma πριν, η ήπειρος είναι κατά κύριο λόγο καλυμμένη με πάγο,[34] ενώ το Ανταρκτικό παγοκάλυμμα έφτασε τη σημερινή του έκταση γύρω στα 6 Ma πριν.
Το 1986, ο Πίτερ Γουέμπ και ομάδα παλαιοντολόγων τουΠολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο ανακάλυψαν τα κατάλοιπα ενός εκτεταμένου εύκρατου δάσους το οποίο άνθισε 640 χιλιόμετρα από τον Νότιο Πόλο 3 εκατομμύρια χρόνια πριν.[35][36][37]
Η γεωλογική μελέτη της Ανταρκτικής παρακωλύθηκε πολύ από το γεγονός ότι σχεδόν όλη η ήπειρος είναι μόνιμα καλυμμένη από παχύ στρώμα πάγου. Ωστόσο με νέες τεχνικές όπως ητηλεπισκόπηση, ταγεωραντάρ και οιδορυφορικές εικόνες, έχουν αρχίσει να αποκαλύπτουν τις δομές κάτω από τον πάγο.
Γεωλογικά, η Δυτική Ανταρκτική μοιάζει αρκετά με την οροσειρά τωνΆνδεων.[29] ΗΑνταρκτική Χερσόνησος σχηματίστηκε από την ανύψωση και τον μεταμορφισμό των ιζημάτων του θαλάσσιου πυθμένα κατά την ύστερηΠαλαιοζωική και την πρώιμηΜεσοζωική περίοδο. Η ανύψωση των ιζημάτων συνοδεύτηκε απόεκρηξιγενείς παρεισδύσεις καιηφαιστειότητα. Τα πιο κοινά πετρώματα της Δυτικής Ανταρκτικής είναι οι ηφαιστειογενείςανδεσίτης καιρυολίτης που σχηματίστηκαν κατά την Ιουράσια περίοδο. Υπάρχουν επίσης στοιχεία ηφαιστειακής δραστηριότητας, ακόμη και μετά τον σχηματισμό του παγοκαλύμματος, στηΓη Μαρί Μπέρντ και στηΝήσο Αλεξάντερ. Η μόνη ανώμαλη περιοχή στη Δυτική Ανταρκτική είναι ταΌρη Έλσγουορθ, όπου ηστρωματογραφία μοιάζει περισσότερο με την ανατολική πλευρά της ηπείρου.
Η Ανταρκτική είναι η ψυχρότερη ήπειρος τηςΓης. Η χαμηλότερη φυσική θερμοκρασία που έχει καταγραφεί ήταν –93,2 °C σε μια ράχη ανάμεσα στα όρη Φούτζι και Άργος στο Ανατολικό Οροπέδιο της Ανταρκτικής στις 10 Αυγούστου 2010, όπως βρέθηκε με ανάλυση δορυφορικών δεδομένων.[38] Η προηγούμενη χαμηλότερο φυσική καταγεγραμμένη θερμοκρασία ήταν −89,2 °C στον ρωσικόΣταθμό Βοστόκ στην Ανταρκτική στις 21 Ιουλίου 1983.[39] Για σύγκριση, αυτή η θερμοκρασία είναι κατά 11°C ψυχρότερη από τη θερμοκρασίαεξάχνωσης τουξηρού πάγου. Η Ανταρκτική είναι παγωμένηέρημος με λίγεςβροχοπτώσεις, στον δε Νότιο Πόλο το ύψος βροχοπτώσεων είναι χαμηλότερο από 10 cm τον χρόνο, κατά μέσο όρο. Οι θερμοκρασίες φτάνουν ένα ελάχιστο μεταξύ -80 °C και -90 °C στο εσωτερικό τον χειμώνα και μέγιστο μεταξύ 5 °C και 15 °C κοντά στις ακτές το καλοκαίρι. Ο κίνδυνοςηλιακών εγκαυμάτων είναι σημαντικός κίνδυνος, καθώς η επιφάνεια τουχιονιού αντανακλά σχεδόν όλη τηνυπεριώδη ακτινοβολία που πέφτει πάνω της.[40]
Η επιφάνεια του χιονιού κοντά στονΣταθμό Κονκόρντια είναι η τυπική που συναντάται στο μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της ηπείρου.
Η Ανατολική Ανταρκτική είναι ψυχρότερη από τη Δυτική, εξαιτίας του μεγαλύτερου υψομέτρου της. Τακαιρικά μέτωπα σπανίως διεισδύουν βαθιά μέσα στην ήπειρο, αφήνοντας το κέντρο ψυχρό και ξηρό. Παρά την έλλειψη βροχοπτώσεων πάνω από το κεντρικό τμήμα της ηπείρου, ο πάγος εκεί διατηρείται για εκτεταμένες χρονικές περιόδους. Στο παράκτιο τμήμα, οι έντονεςχιονοπτώσεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, όπου έχουν καταγραφεί χιονοπτώσεις έως και 1,22 μέτρα σε 48 ώρες.
Στις άκρες της ηπείρου, ισχυροίκαταβατικοί άνεμοι κοντά στοπολικό υψίπεδο πνέουν συχνά με θυελλώδη ένταση. Στο εσωτερικό, ωστόσο, οι ταχύτητες του ανέμου είναι συνήθως μέτριες. Κατά το καλοκαίρι, κατά τις καθαρές ημέρες στον Νότιο Πόλο, φτάνει στην επιφάνεια περισσότερηηλιακή ακτινοβολία από ότι στονισημερινό εξαιτίας της εικοσιτετράωρης ηλιοφάνειας κάθε μέρα στον Πόλο.[1]
Η Ανταρκτική είναι ψυχρότερη από τηνΑρκτική για δύο λόγους. Πρώτον, το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 3 χλμ. από τη στάθμη της θάλασσας, και η θερμοκρασία μειώνεται με τουψόμετρο. Δεύτερον, ο Αρκτικός ωκεανός καλύπτει τη ζώνη του Βορείου Πόλου, και η σχετικήθερμότητα του ωκεανού μεταφέρεται μέσω του επιπλέοντος πάγου και δεν επιτρέπει στη θερμοκρασία των αρκτικών περιοχών να φτάσει στις ακραίες τιμές που είναι τυπικές για τη χερσαία επιφάνεια της Ανταρκτικής. Δεδομένου του γεωγραφικού πλάτους, μεγάλες περίοδοι συνεχούςνύχτας ή συνεχούςημέρας δημιουργούνκλίμα πολύ διαφορετικό από αυτό του υπόλοιπου πλανήτη, καθόλου οικείο για το ανθρώπινο είδος.[40]
Τονότιο σέλας, το οποίο δημιουργείται απόηλιακούς ανέμους γεμάτους πλάσμα, οι οποίοι περνάν από τηΓη, παρατηρείται στον νυχτερινό ουρανό κοντά στονΝότιο Πόλο. Άλλο ένα μοναδικό θέαμα είναι ηδιαμαντόσκονη, ένα νέφος στο επίπεδο του εδάφους που αποτελείται από μικροσκοπικούς παγοκρυστάλλους. Εν γένει σχηματίζεται σε κατά τα άλλα αίθριο ή σχεδόν αίθριο ουρανό, έτσι κάποιες φορές αποκαλείται κατακρήμνιση καθαρού ουρανού. Τοπαρήλιο, ένα συχνό ατμοσφαιρικόοπτικό φαινόμενο, είναι μία λαμπρή κηλίδα που εμφανίζεται παραπλεύρως του αληθινού ήλιου.[40]
Μερικές κυβερνήσεις διατηρούν μόνιμους επανδρωμένουςερευνητικούς σταθμούς σε όλη την ήπειρο. Ο αριθμός των ανθρώπων που διεξάγουν και υποστηρίζουν την επιστημονική έρευνα και άλλες εργασίες στην ήπειρο και τα κοντινά νησιά ποικίλλει από 1.000 τον χειμώνα έως και 5.000 το καλοκαίρι. Πολλοί από τους σταθμούς μένουν επανδρωμένοι όλο τον χρόνο, με το προσωπικό που ξεχειμωνιάζει τυπικά να έρχεται για μονοετείς αποστολές. Έναςορθόδοξος ναός, ηΑγία Τριάδα, κατασκευάστηκε το 2004 στο ρωσικόΣταθμό Μπέλινγκσχαουζεν και μένει επίσης επανδρωμένος όλο τον χρόνο από έναν ή δύο ιερείς.[41][42]
Οι πρώτοι ημιμόνιμοι κάτοικοι των περιοχών γύρω από την Ανταρκτική (περιοχές νοτίως τηςΑνταρκτικής Σύγκλισης) ήταν Βρετανοί και Αμερικανοίκυνηγοί φώκιας, οι οποίοι περνούσαν ένα ή και παραπάνω χρόνια στηΝήσο Νότια Γεωργία, από το 1786 και μετά. Κατά την εποχή τηςφαλαινοθηρίας, η οποία διήρκεσε έως το 1966, ο πληθυσμός αυτών των νησιών ποίκιλε από πάνω από 1.000 κατοίκους το καλοκαίρι (πάνω από 2.000 κάποια χρόνια) και περίπου 200 τον χειμώνα. Οι περισσότεροι φαλαινοθήρες ήταν Νορβηγοί, με αυξανόμενη αναλογία Βρετανών. Μερικοί από τους οικισμούς ήταν τοΓκρυτβίκεν, τοΛέιθ Χάρμπορ, τοΚινγκ Έντουαρντ Πόιντ, τοΣτρόμνες, τοΧούσβικ, τοΠρινς Όλαφ Χάρμπορ, τοΌσεαν Χάρμπορ και τοΓκόντθουλ. Οι διαχειριστές και άλλοι υψηλοί αξιωματούχοι των φαλαινοθηρικών σταθμών συχνά ζούσαν εκεί με τις οικογένειές τους. Ανάμεσά τους ήταν και ο ιδρυτής του Γκρίτβικεν, ΠλοίαρχοςΚαρλ Άντον Λάρσεν, εξέχων Νορβηγός φαλαινοθήρας και εξερευνητής, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του, πολιτογραφήθηκαν Βρετανοί το 1910.
Το πρώτο παιδί που γεννήθηκε στη νότια πολική περιοχή ήταν η Νορβηγίδα Σολβέιγ Γκούνμπγιορκ Γιάκομπσεν, η οποία γεννήθηκε στο Γκρίτβιγκεν στις 8 Οκτωβρίου 1913, και η γέννησή της καταχωρήθηκε από τον Βρετανό ειρηνοδίκη τηςΝότιας Γεωργίας. Ήταν κόρη του Φρίντθγιοφ Γιάκομπσεν, του βοηθού διαχειριστή του φαλαινοθηρικού σταθμού, και της Κλάρα Ολέτε Γιάκομπσεν. Ο Γιάκομπσεν έφτασε στο νησί το 1904 και έγινε διαχειριστής του Γκρίτβικεν, από το 1914 έως το 1921, ενώ δύο από τα παιδιά του γεννήθηκαν στο νησί.[43]
ΟΕμίλιο Μάρκος Πάλμα ήταν το πρώτο άτομο που γεννήθηκε νοτίως του60ού νότιου παράλληλου (το όριο της ηπείρου σύμφωνα με τηΣυνθήκη της Ανταρκτικής),[44] καθώς και ο πρώτος που γεννήθηκε στην ηπειρωτική χώρα της Ανταρκτικής, το 1978 στηΒάση Εσπεράνζα, στην άκρη της Ανταρκτικής Χερσονήσου.[45][46] Οι γονείς του είχαν σταλθεί μαζί με άλλες επτά οικογένειες από την κυβέρνηση τηςΑργεντινής ώστε να εξακριβωθεί αν η ήπειρος προσφέρονταν για οικογενειακή ζωή. Το 1984, ο Χουάν Πάμπλο Καμάτσο γεννήθηκε στοΣταθμό Φρέι Μοντάλβα, όντας έτσι ο πρώτος Χιλιανός που γεννήθηκε στην Ανταρκτική. Αρκετές βάσεις πλέον έχουν οικογένειες με παιδιά που πηγαίνουν σχολείο εκεί.[47] Το 2009, έντεκα παιδιά γεννήθηκαν στην Ανταρκτική, οκτώ από τα οποία στην αργεντίνικη βάσηΕσπεράνζα[48] και τρία στον χιλιανό Σταθμό Φρέι Μοντάλβα.[49]
Μία απογραφή της θαλάσσιας ζωής που έγινε κατά τοΔιεθνές Πολικό Έτος και η οποία απασχόλησε περίπου 500 ερευνητές, εκδόθηκε το 2010. Η έρευνα ήταν μέρος της παγκόσμιαςΑπογραφής της Θαλάσσιας Ζωής (Census of Marine Life, CoML) και αποκάλυψε αρκετά αξιοσημείωτα ευρήματα. Πάνω από 235 θαλάσσιοι οργανισμοί ζουν και στις δύο πολικές περιοχές έχοντας γεφυρώσει απόσταση 12.000 χλμ. Κάποια μεγάλα ζώα, όπως κάποια κητώδη και πτηνά κάνουν το ταξίδι μεταξύ των δύο πολικών περιοχών κάθε χρόνο. Πιο εκπληκτικό είναι το ότι μικρά ζώα όπως σκουλήκια της λάσπης,θαλάσσια αγγούρια, και θαλάσσια σαλιγκάρια βρίσκονται και στους δύο πολικούς ωκεανούς. Διάφοροι παράγοντες μπορεί να βοηθούν την κατανομή τους: οι σχετικά ομοιόμορφες θερμοκρασίες σε μεγάλα βάθη στους ωκεανούς στους πόλους και στον ισημερινό όπου διαφέρουν κατά λιγότερο από 5°C, και τα κύρια συστήματα ρευμάτων ήθερμοαλατική κυκλοφορία, τα οποία μεταφέρουν αυγά και προνύμφες.[54]
Περίπου 400 είδη μυκήτων που σχηματίζουνλειχήνα είναι γνωστό ότι υπάρχουν στην Ανταρκτική.
Το κλίμα της Ανταρκτικής δεν επιτρέπει εκτεταμένη βλάστηση. Ο συνδυασμός πολύ χαμηλήςθερμοκρασίας, κακής ποιότητας χώματος, έλλειψης υγρασίας και έλλειψηςηλιοφάνειας, εμποδίζει την ανάπτυξη των φυτών. Ως αποτέλεσμα, η ποικιλία της φυτικής ζωής είναι μικρή και περιορισμένη σε κατανομή. Εξαιρώντας οργανισμούς που δεν είναι φυτά (φύκη καιμύκητες, συμπεριλαμβανομένων και των ειδών που σχηματίζουνλειχήνα), ηχλωρίδα της ηπείρου αποτελείται κατά κύριο λόγο απόβρυόφυτα (υπάρχουν περίπου 100 είδηβρύων και 25 είδηηπατικών), με δύο μόνο είδη ανθοφόρων φυτών, αμφότερα στην Ανταρκτική Χερσόνησο:Deschampsia antarctica καιColobanthus quitensis. Η ανάπτυξη εν γένει λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι, και μόνο για λίγες εβδομάδες το μέγιστο.[55][56]
Στην Ανταρκτική έχουν καταγραφή περίπου 1.150 είδη μυκήτων, από τους οποίους 750 δεν σχηματίζουν λειχήνες και 400 σχηματίζουν.[56][57] Κάποια από αυτά τα είδη είναικρυπτοενδολιθικά ως αποτέλεσμα εξέλιξης υπό ακραίες συνθήκες.[58] Υπάρχουν επτακόσια είδη φυκών, τα περισσότερα από τα οποία είναιφυτοπλαγκτόν. Πολύχρωμαφύκη του χιονιού καιδιάτομα βρίσκονται σε αφθονία στις παράκτιες περιοχές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[55] Πρόσφατα βρέθηκαν αρχαία οικοσυστήματα αποτελούμενα από διάφορους τύπους βακτηρίων που ζουν παγιδευμένα βαθιά κάτω από παγετώνες.[59] Οιαυτοτροφική κοινότητα αποτελείται κατά κύριο λόγο απόπρώτιστα.[55]
Η διάθεση απορριμμάτων, ακόμη και παλιών οχημάτων, όπως εδώ στον ρωσικόΣταθμό Μπέλινγκσχαουζεν το 1992, απαγορεύεται μετά την έναρξη της ισχύος του Πρωτοκόλλου Περιβαλλοντικής Προστασίας το 1998.
Το Πρωτόκολλο Περιβαλλοντικής Προστασίας στη Συνθήκη της Ανταρκτικής (γνωστό και ως Περιβαλλοντικό Πρωτόκολλο ή Πρωτόκολλο της Μαδρίτης) τέθηκε σε ισχύ το 1998, και είναι το κύριο όργανο που ασχολείται με τη διατήρηση και τη διαχείριση της βιοποικιλότητας της Ανταρκτικής. Η Συνδιάσκεψη της Ανταρκτικής Συνθήκης γνωμοδοτείται πάνω σε ζητήματα διατήρησης και περιβάλλοντος από την Επιτροπή Περιβαλλοντικής Προστασίας. Μείζον ζήτημα για αυτή την επιτροπή είναι το ρίσκο για την Ανταρκτική από την ακούσια εισαγωγή μη ιθαγενών ειδών στο οικοσύστημα της Ανταρκτικής.[60]
Η ψήφιση τουΝόμου Προστασίας της Ανταρκτικής (Antarctic Conservation Act, 1978) στις ΗΠΑ, επέβαλε πολλούς περιορισμούς στη δράση των ΗΠΑ στην Ανταρκτική. Η εισαγωγή ξένων φυτών ή ζώων στην ήπειρο μπορεί να διωχθεί ποινικά, όπως και η εξαγωγή. Ηυπεραλίευση των κριλ, το οποίο παίζει μεγάλο ρόλο στο ανταρκτικό οικοσύστημα, οδήγησε στην εφαρμογή κανονισμών για την αλιεία. Η Συνθήκη για τη Διατήρηση των Ανταρκτικών Θαλάσσιων Έμβιων Πόρων (Convention for the Conservation of Antarctic Marine Living Resources, CCAMLR) η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1980, απαιτεί όλοι οι κανονισμοί που διαχειρίζονται τα αλιεύματα του Νοτίου Ωκεανού να λαμβάνουν υπόψη πιθανά αποτελέσματα σε ολόκληρο το ανταρκτικό οικοσύστημα.[1] Ωστόσο, η μη κανονισμένη και η παράνομη αλιεία, ειδικά τουοδοντόψαρου της Παταγονίας, παραμένουν σοβαρό πρόβλημα. Η παράνομη αλίευση του οδοντόψαρου αυξάνεται, με εκτιμήσεις για το 2020 να φτάνουν στους 32.000 τόνους.[61][62]
Η Ανταρκτική δεν έχεικυβέρνηση, ωστόσο διάφορες χώρες διεκδικούν κυριαρχία σε κάποιες περιοχές. Ενώ λίγες από αυτές τις χώρες έχουν αμοιβαίως αναγνωρίσει τις διεκδικήσεις τους,[63] εγκυρότητα των διεκδικήσεων δεν αναγνωρίζεται καθολικά.[1]
Από το 1959 και μετά, δεν έχουν γίνει νέες διεκδικήσεις και η ήπειρος θεωρείται ουδέτερη. Η κατάστασή της, κανονίζεται από τηΣυνθήκη της Ανταρκτικής του 1959 και άλλες σχετικές συμφωνίες, που συλλογικά αποκαλούνταιΑνταρκτικό Σύστημα Συνθηκών. Η Ανταρκτική για τις ανάγκες του Συστήματος Συνθηκών, ορίζεται ως όλη η γη και οι παγοκρηπίδες νοτίως του 60ου Νότιου παράλληλου. Η συνθήκη υπογράφηκε από δώδεκα χώρες: τηΣοβιετική Ένωση (και αργότερα ηΡωσία), τοΗνωμένο Βασίλειο, τηνΑργεντινή, τηΧιλή, τηνΑυστραλία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, τη Νορβηγία, τη Νότια Αφρική και τιςΗνωμένες Πολιτείες.[64] Με αυτή η Ανταρκτική διασφαλίζεται ως επιστημονικό καταφύγιο, έχει καθιερωμένη ελευθερία επιστημονικής έρευνας και περιβαλλοντικής προστασίας, ενώ απαγορεύεται η στρατιωτική δραστηριότητα σε όλη την ήπειρο, όντας έτσι η πρώτη συμφωνία ελέγχου εξοπλισμών που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια τουΨυχρού Πολέμου.
Το 1983 τα μέλη της Ανταρκτικής Συνθήκης άρχισαν διαπραγματεύσεις για τον κανονισμό της εξόρυξης στην Ανταρκτική.[65] Ένας συνασπισμός διεθνών οργανισμών[66] ξεκίνησε εκστρατεία ώστε να εμποδιστεί η εξόρυξη ορυκτών στην περιοχή, υπό την καθοδήγηση κυρίως τηςGreenpeace International[67] η οποία ίδρυσε και τον δικό της επιστημονικό σταθμό, τη βάσηWorld Park Base, στην περιοχή της Θάλασσας Ρος[68] κάνοντας ετήσιες αποστολές για την τεκμηρίωση των επιδράσεων στο περιβάλλον της ανθρώπινης δραστηριότητας στην ήπειρο.[69] Το 1988, υιοθετήθηκε η Σύμβαση για τον Κανονισμό των Ανταρκτικών Ορυκτών Πόρων (Convention on the Regulation of Antarctic Mineral Resources, CRAMRA).[70] Τον επόμενο χρόνο ωστόσο, ηΑυστραλία και ηΓαλλία ανακοίνωσαν ότι δεν θα επικυρώσουν τη σύμβαση, καταστώντας την έτσι άκυρη. Αντί αυτού πρότειναν ένα ολοκληρωμένο καθεστώς για την προστασία του ανταρκτικού περιβάλλοντος στη θέση της.[71] Το Πρωτόκολλο Περιβαλλοντικής Προστασίας στην Ανταρκτική Συνθήκη (το «Πρωτόκολλο της Μαδρίτης») τέθηκε σε διαπραγμάτευση καθώς και άλλες χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα και στις 14 Ιανουαρίου 1998 τέθηκε σε ισχύ.[71][72] Το πρωτόκολλο της Μαδρίτης απαγορεύει κάθε εξόρυξη στην Ανταρκτική, καθιστώντας την ήπειρο ως «φυσικό καταφύγιο αφιερωμένο στην ειρήνη και την επιστήμη».
Η Ανταρκτική Συνθήκη απαγορεύει οποιαδήποτε στρατιωτική δραστηριότητα στην Ανταρκτική, μεταξύ των οποίων την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων και οχυρώσεων, τις τακτικές κινήσεις στρατευμάτων και τη δοκιμή όπλων. Στρατιωτικό προσωπικό και εξοπλισμός επιτρέπονται μόνο για επιστημονική έρευνα ή άλλους ειρηνικούς σκοπούς.[73] Η μόνη καταγεγραμμένη χερσαία στρατιωτική επιχείρηση ήταν ηΕπιχείρηση ΕΝΕΝΗΝΤΑ τουΣτρατού της Αργεντινής.[74]
Οι διεκδικήσεις της Αργεντινής, της Βρετανίας και της Χιλής αλληλεπικαλύπτονται, γεγονός που έχει δημιουργήσει τριβές. Οι περιοχές που φαίνονται ως διεκδικήσεις της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας ήταν βρετανικές περιοχές μέχρι που αποδόθηκαν στις αντίστοιχες χώρες μετά την ανεξαρτησία τους. Η Αυστραλία διεκδικεί τη μεγαλύτερη περιοχή. Οι διεκδικήσεις της Βρετανίας, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας, της Γαλλίας και της Νορβηγίας είναι αμοιβαίως αναγνωρισμένες.
Άλλες χώρες που συμμετέχουν ως μέλη στην Ανταρκτική Συνθήκη έχουν εδαφικό ενδιαφέρον στην ήπειρο της Ανταρκτικής όμως οι όροι της Συνθήκης δεν επιτρέπουν να εκδηλώσουν τις διεκδικήσεις τους όσο η Συνθήκη είναι σε ισχύ.[75][76]
Έχουν βρεθεί στην Ανταρκτική γαιάνθρακας,υδρογονάνθρακες,σιδηρομετάλλευμα,λευκόχρυσος,χαλκός,χρώμιο,νικέλιο,χρυσός και άλλα ορυκτά, όχι ωστόσο σε αρκετές ποσότητες ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμα. ΤοΠρωτόκολλο για την Περιβαλλοντική Προστασία στην Ανταρκτική Συνθήκη του 1991 περιορίζει τον ανταγωνισμό για τους πόρους αυτούς. Το 1998, έγινε συμβιβασμός ώστε να απαγορευτεί επ' αόριστον η εξόρυξη, τουλάχιστον μέχρι το 2048 οπότε θα επανεξεταστεί η συμφωνία, περιορίζοντας έτσι περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη και εκμετάλλευση. Η κύρια οικονομική δραστηριότητα είναι η αλίευση και η υπεράκτια εμπορία ψαριών. Τα ανταρκτικά αλιεύματα για το 2000-2001 αναφέρονται να ήταν 112.934 τόνοι.
Μικρής κλίμακας "εξερευνητικός τουρισμός" υπάρχει από το 1957 και πλέον υπόκειται στους όρους της Ανταρκτικής Συνθήκης και του Περιβαλλοντικού Πρωτοκόλλου, αλλά στην πράξη αυτορρυθμίζεται από τον Διεθνή Σύνδεσμο Τουριστικών Πρακτόρων Ανταρκτικής (International Association of Antarctica Tour Operators, IAATO). Δεν είναι όλα τα σκάφη που σχετίζονται με τον τουρισμό στην Ανταρκτική μέλη του IAATO, όμως τα μέλη του IAATO έχουν να κάνουν με το 95% της τουριστικής δραστηριότητας. Τα ταξίδια γίνονται κυρίως με μικρά ή μεσαία σκάφη, εστιάζοντας σε συγκεκριμένες γραφικές τοποθεσίες με προσβάσιμες συγκεντρώσεις εμβληματικής άγριας ζωής.[79]
Έχουν εκφραστεί κάποιες ανησυχίες σχετικά με τις ενδεχόμενες επιδράσεις στο περιβάλλον και το οικοσύστημα από την εισροή επισκεπτών. Επιστήμονες και περιβαλλοντολόγοι έχουν κάνει εκκλήσεις για αυστηρότερους κανονισμούς και επιβολή ορίου στον αριθμό των τουριστών.[80] Η κύρια αντίδραση των μελών της Ανταρκτικής Συνθήκης ήταν να αναπτύξουν μέσω της Επιτροπής τους για την Περιβαλλοντική Προστασία και σε συνεργασία με την IAATO, οδηγίες, θέτοντας όρια στις αποβιβάσεις και ορίζοντας κλειστές ή περιορισμένες ζώνες στις πιο συχνά επισκεπτόμενες τοποθεσίες. Οι τουριστικές υπερπτήσεις στην Ανταρκτική (που δεν προσγειώνονταν) γίνονταν από τηνΑυστραλία και τηΝέα Ζηλανδία, μέχρι το θανατηφόρο δυστύχημα τηςΠτήσης 901 της Air New Zealand το 1979 στοΌρος Έρεβος, όπου σκοτώθηκαν και οι 257 επιβαίνοντες. ΗQantas άρχισε ξανά τις εμπορικές υπερπτήσεις στην Ανταρκτική από την Αυστραλία στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Για τη λήψη αυτής της φωτογραφίας στονΣταθμό Νοτίου Πόλου Αμούδσεν-Σκοτ κατά τη διάρκεια της μακράς ανταρκτικής νύχτας, ήταν αρκετή έκθεση 25 δευτερολέπτων καιπανσέληνος. Ο σταθμός φαίνεται στην άκρη αριστερά, ο ηλεκτρικός σταθμός στο κέντρο και κάτω δεξιά το γκαράζ των μηχανικών. Το πράσινο φως στο υπόβαθρο είναι τονότιο σέλας.
Κάθε χρόνο, επιστήμονες από 28 διαφορετικές χώρες διεξάγουν πειράματα που δεν είναι δυνατό να γίνουν σε άλλα μέρη του κόσμου. Το καλοκαίρι εργάζονται πάνω από 4.000 επιστήμονες στουςερευνητικούς σταθμούς, ο αριθμός αυτός μειώνεται σε λίγο πάνω από 1.000 κατά τον χειμώνα.[1] ΟΣταθμός McMurdo, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ερευνητικός σταθμός στην Ανταρκτική, μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 1.000 επιστήμονες, επισκέπτες και τουρίστες.
Στους ερευνητές περιλαμβάνονταιβιολόγοι,γεωλόγοι,ωκεανογράφοι,φυσικοί,αστρονόμοι,παγετωνολόγοι καιμετεωρολόγοι. Οι γεωλόγοι εστιάζουν την έρευνά τους στιςτεκτονικές πλάκες, σε μετεωρίτες από το διάστημα, και δεδομένα από τη διάσπαση της υπερηπείρουΓκοντβάνα. Οι παγετωνολόγοι στην Ανταρκτική ασχολούνται με τη μελέτη της ιστορίας και τηςδυναμικής του επιπλέοντος πάγου, τουεποχιακού χιονιού, τωνπαγετώνων και τουπαγοκαλύμματος. Οι βιολόγοι, εκτός από την παρατήρησης της άγριας ζωής, ενδιαφέρονται στο πως οι δριμύες θερμοκρασίες και η παρουσία ανθρώπων επηρεάζει τις στρατηγικές προσαρμογής και επιβίωσης μεγάλης γκάμας οργανισμών. Οι ιατρικοί ερευνητές έχουν ανακαλύψεις σχετικά με τη διάδοση των ιών και την αντίδραση του σώματος στις ακραίες εποχιακές θερμοκρασίες. Αστροφυσικοί στονΣταθμό Νοτίου Πόλου Αμούνδεν-Σκοτ μελετούν τον ουράνιο θόλο και τηνκοσμική ακτινοβολία υποβάθρου. Πολλές αστρονομικές παρατηρήσεις γίνονται καλύτερα από το εσωτερικό της Ανταρκτικής από ότι στις περισσότερες επιφανειακές θέσεις, εξαιτίας της λεπτής ατμόσφαιρας στο μεγάλο υψόμετρο, των χαμηλών θερμοκρασιών οι οποίες ελαχιστοποιούν την ποσότητα υδρατμών στηνατμόσφαιρα και την απουσίαφωτορύπανσης, επιτρέποντας έτσι την καθαρότερη παρατήρηση του διαστήματος από οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη. Ο πάγος της Ανταρκτικής λειτουργεί και ως ασπίδα αλλά και ως το μέσο ανίχνευσης για το μεγαλύτεροτηλεσκόπιο νετρίνων στον κόσμο, που βρίσκεται 2 χλμ. κάτω από τον σταθμό Αμούνδσεν-Σκοτ.[81]
Από τη δεκαετία του 1970, η έρευνα εστιάστηκε σημαντικά στοστρώμα του όζοντος της ατμόσφαιρας πάνω από την Ανταρκτική. Το 1985, τρεις βρετανοί επιστήμονες δουλεύοντας σε δεδομένα που είχαν συλλέξει στονΣταθμό Χάλει στηνΠαγοκρηπίδα Μπράντ ανακάλυψαν μία τρύπα στο στρώμα αυτό. Στην πορεία εξακριβώθηκε ότι η καταστροφή του όζοντος προκαλούνταν από τουςχλωροφθοράνθρακες (CFC) που εκλύονταν τον ανθρώπινο παράγοντα. Με την απαγόρευση των CFC στοΠρωτόκολλο του Μόντρεαλ το 1989, πιστεύεται ότι η τρύπα θα κλείσει γύρω στο 2065.[82] Τον Σεπτέμβριο του 2006, δεδομένα από δορυφόρους τηςNASA έδειξαν ότι η ανταρκτικήτρύπα του όζοντος ήταν η μεγαλύτερη που καταγράφηκε ποτέ, καλύπτοντας 27,5 εκατομμύρια τ. χλμ.[82]
Στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, το Διεθνές Πολικό Ίδρυμα με έδρα τοΒέλγιο εγκαινίασε τονΣταθμό Πριγκίπισσας Ελισάβετ, τον πρώτο σταθμό στην Ανταρκτική με μηδενικές εκπομπές, για τη μελέτη τηςκλιματικής αλλαγής. Με κόστος 16,3 εκατομμύρια δολάρια, οπροκατασκευασμένος σταθμός, ο οποίος έγινε στα πλαίσια τουΔιεθνούς Πολικού Έτους, στάλθηκε στον Νότιο Πόλο από το Βέλγιο στα τέλη του 2008 ώστε να παρακολουθήσει την υγεία των πολικών περιοχών. Ο Βέλγος πολικός εξερευνητήςΑλέν Ουμπέρτ δήλωσε ότι «Αυτή η βάση θα είναι η πρώτη του είδους της που έχει μηδενικές εκπομπές, όντας έτσι μοναδικό μοντέλο του πως θα έπρεπε να χρησιμοποιείται η ενέργεια στην Ανταρκτική». Ο Γιόχαν Μπέρτε είναι ο αρχηγός της ομάδας που σχεδίασε τον σταθμό και διαχειριστής του πρότζεκτ το οποίο διεξάγει έρευνα στηνκλιματολογία, τηνπαγετωνολογία και τημικροβιολογία.[83]
Τον Ιανουάριο του 2008, επιστήμονες τηςBritish Antarctic Survey (BAS), υπό την καθοδήγηση του Χιου Κορ και του Ντέιβιντ Βον, ανέφεραν (στο περιοδικόNature Geoscience) ότι 2.200 χρόνια πριν, έναηφαίστειο εξεράγη κάτω από το παγοκάλυμμα της Ανταρκτικής (με βάση από αέρος παρατηρήσεις με εικόνες από ραντάρ). Ήταν η μεγαλύτερη έκρηξη στην Ανταρκτική τα τελευταία 10.000 χρόνια και η ηφαιστειακή τέφρα της βρέθηκε αποτεθημένη κάτω από την επιφάνεια του πάγου σταΌρη Χάντσον, κοντά στονΠαγετώνα Πάιν Άιλαντ.[84]
Ανταρκτικός μετεωρίτης, ονόματιALH84001, από τονΆρη.
Οιμετεωρίτες από την Ανταρκτική αποτελούν σημαντικό τομέα μελέτης των υλικών που σχηματίστηκαν νωρίς στοηλιακό σύστημα. Οι περισσότεροι πιστεύεται ότι προέρχονται απόαστεροειδείς, όμως κάποιοι ενδέχεται να προέρχονται από μεγαλύτερουςπλανήτες. Οι πρώτοι μετεωρίτες βρέθηκαν το 1912. Το 1969, μία ιαπωνική αποστολή ανακάλυψε εννέα μετεωρίτες. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πέσει πάνω στο παγοκάλυμμα το τελευταίο εκατομμύριο χρόνια. Η κίνηση του παγοκαλύμματος τείνει να τους συγκεντρώνει σε τοποθεσίες με εμπόδια όπως οροσειρές, ενώ η διάβρωση από τον άνεμο τους φέρνει στην επιφάνεια μετά από αιώνες κάτω από το συσσωρευμένο χιόνι. Σε σχέση με μετεωρίτες που βρέθηκαν σε πιο εύκρατες περιοχές του πλανήτη, οι ανταρκτικοί μετεωρίτες είναι πιο καλά διατηρημένοι.[85]
Αυτή η μεγάλη συλλογή μετεωριτών επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της πληθώρας τύπων μετεωριτών στοηλιακό σύστημα και το πως αυτοί σχετίζονται με τους αστεροειδής και τους κομήτες. Έχουν βρεθεί και νέοι τύποι μετεωριτών καθώς και σπάνιοι. Ανάμεσά σε αυτούς και κομμάτια που αποσπάστηκαν λόγω συγκρούσεων από τη Σελήνη και πιθανώς από τον Άρη. Αυτά τα δείγματα, και ιδίως τοALH84001 που ανακαλύφθηκε από τοANSMET, βρίσκονται στο επίκεντρο επιστημονικής διαμάχης σχετική με πιθανά στοιχεία μικροβιακής ζωής στον Άρη. Επειδή οι μετεωρίτες στο διάστημα απορροφούν κοσμική ακτινοβολία, το χρονικό διάστημα που πέρασε αφότου ο μετεωρίτης χτύπησε τη Γη μπορεί να καθοριστεί με εργαστηριακές μελέτες. Ο χρόνος που πέρασε μετά την πτώση ενός μετεωρίτη, ή ηλικία παραμονής του στη Γη, περιέχει πολλές πληροφορίες που μπορεί να είναι χρήσιμες για τις περιβαλλοντικές μελέτες του παγοκαλύμματος της Ανταρκτικής.[85]
Λόγω της θέσης της στον Νότιο Πόλο, η Ανταρκτική δέχεται σχετικά λίγη ηλιακή ακτινοβολία. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ ψυχρή ήπειρος όπου το νερό βρίσκεται κατά κύριο λόγο με τη μορφή του πάγου. Η κατακρημνίσεις είναι χαμηλές (το μεγαλύτερο τμήμα της Ανταρκτικής είναιέρημος) και σχεδόν πάντα με τη μορφή του χιονιού, το οποίο συσσωρεύεται και σχηματίζει το γιγαντιαίο παγοκάλυμμα που καλύπτει τη στεριά. Τμήματα αυτού του παγοκαλύματος σχηματίζουν κινούμενους παγετώνες, οι οποίοι ρέουν προς τις άκρες της ηπείρου. Μετά την ηπειρωτική ακτή υπάρχουν πολλέςπαγοκρηπίδες. Αυτές είναι επιπλέουσες επεκτάσεις των παγετώνων που εκρέουν από την ηπειρωτική μάζα πάγου. Πέρα από τις ακτές η θερμοκρασία είναι επίσης αρκετά χαμηλή έτσι ώστε να σχηματίζεται πάγος από τοθαλασσινό νερό κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους. Είναι σημαντική η κατανόηση των διαφόρων τύπου ανταρκτικού πάγου ώστε να γίνουν κατανοητά οι πιθανές επιπτώσεις στο επίπεδο της θάλασσας και την παγκόσμια θέρμανση.
Ο θαλάσσιος πάγος επεκτείνεται ετησίως κατά τον ανταρκτικό χειμώνα και το μεγαλύτερο μέρος του λιώνει το καλοκαίρι. Αυτός ο πάγος σχηματίζεται από το νερό του ωκεανού και επιπλέει σε αυτό, έτσι δεν συμβάλει στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Η έκταση του θαλάσσιου πάγου γύρω από την Ανταρκτική έχει παραμείνει εν γένει σταθερή τις τελευταίες δεκαετίες, αν και η αλλαγές στο πάχος του δεν είναι ξεκάθαρες.[87][88]
Το λιώσιμο των επιπλέοντων παγοκρηπίδων (πάγος που προέρχεται από τη στεριά) δεν συμβάλει αφ εαυτού ιδιαίτερα στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης (καθώς εκτοπίζει νερό αντίστοιχο με τη μάζα του). Είναι ωστόσο αυτή η εκροή πάγου από τη στεριά που σχηματίζει την παγοκρηπίδα, αυτή που προκαλεί την άνοδο της στάθμης. Αυτό αντισταθμίζεται από τη χιονόπτωση στην ήπειρο. Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταγραφεί πολλές καταρρεύσεις μεγάλων παγοκρηπίδων στις ακτές τις Ανταρκτικής, ιδιαίτερα κατά μήκος της Ανταρκτικής Χερσονήσου. Έχουν εκφραστεί ανησυχίες ότι η διατάραξη των παγοκρηπίδων ενδέχεται να προκαλέσει αυξημένη παγετώνια εκροή από τον ηπειρωτικό πάγο.[89]
Στην ήπειρο αυτή καθεαυτή, ο μεγάλος όγκος του σύγχρονου πάγου περιέχει περίπου το 70% του παγκόσμιου πόσιμου νερού.[23] Αυτό το παγοκάλυμμα συνεχώς κερδίζει πάγο από τις χιονοπτώσεις και χάνει από τις εκροές προς τη θάλασσα. Στη Δυτική Ανταρκτική υπάρχει πλέον πλεόνασμα εκροής πάγου από τους παγετώνες, πράγμα που θα αυξήσει μακροπρόθεσμα τη στάθμη της θάλασσας. Μία επισκόπηση των επιστημονικών μελετών που εξέταζαν δεδομένα από το 1992 έως το 2006 υποδεικνύουν ότι μία λογική εκτίμηση για τις καθαρές απώλειες πάγου ανέρχεται σε 50γιγατόνους πάγου ανά έτος (αντιστοιχεί σε 0,14mm άνοδο της στάθμης της θάλασσας).[90] Σημαντική επιτάχυνση της εκροής παγετώνων στονΚόλπο της Θάλασσας Αμούνδσεν ενδέχεται να έχει υπερδιπλασιάσει αυτόν τον αριθμό για το 2006.[91]
Η Ανατολική Ανταρκτική είναι ψυχρή περιοχή με εδαφική βάση πάνω από τη στάθμη της θάλασσας και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου. Η περιοχή κυριαρχείται από μικρές συσσωρεύσειςχιονοπτώσεων οι οποίες γίνονται πάγος και κατά συνέπεια τελικώς παγετώσης ροές προς τη θάλασσα. Η ισορροπία μάζας στοΠαγοκάλυμμα της Ανατολικής Ανταρκτικής ως σύνολο πιστεύεται ότι είναι ελαφρώς θετική (κατεβάζοντας τη στάθμη της θάλασσας) ή σχεδόν μηδενική.[90][91] Εντούτοις, σε κάποιες περιοχές έχει προταθεί ότι η εκροή έχει αυξηθεί.[91][92]
Ένα μέρος της Ανταρκτικής θερμαίνεται, ιδιαίτερα έντονη θέρμανση έχει παρατηρηθεί στην Ανταρκτική Χερσόνησο. Μία μελέτη του Έρικ Στάιγκ που δημοσιεύτηκε το 2009 σημείωσε για πρώτη φορά ότι η τάση της μέσης θερμοκρασίας στην ήπειρο τείνει να είναι ελαφρώς θετική στους >0.05°C ανά δεκαετία από το 1957 έως το 2006. Η μελέτη επίσης επισήμανε ότι η Δυτική Ανταρκτική έχει θερμανθεί κατά πάνω από 0.1°C ανά δεκαετία τα τελευταία πενήντα χρόνια, και αυτή η θέρμανση είναι εντονότερη τον χειμώνα και την άνοιξη. Αυτό εν μέρει αντισταθμίζεται από την ψύξη της Ανατολικής Ανταρκτικής κατά το φθινόπωρο.[93] Υπάρχουν στοιχεία από μία μελέτη ότι η Ανταρκτικήθερμαίνεται ως αποτέλεσμα των ανθρώπινων εκπομπώνδιοξειδίου του άνθρακα.[94] Ένα μικρό μέρος ωστόσο της θέρμανσης της επιφάνειας στη Δυτική Ανταρκτική πιστεύεται ότι δεν επηρεάζει άμεσα τη συμβολή τουΠαγοκαλύμματος της Δυτικής Ανταρκτικής στην άνοδο της θαλάσσιας στάθμης. Αντιθέτως, οι πρόσφατη αύξηση στην εκροή παγετώνων θεωρείται ότι οφείλεται στην εισροή θερμού νερού από τον βαθύ ωκεανό, αμέσως έξω από τηνυφαλοκρηπίδα.[95][96] Η καθαρή συμβολή στην αύξηση του θαλάσσιου επιπέδου από την Ανταρκτική Χερσόνησο είναι πιο πιθανό να είναι άμεσο αποτέλεσμα της πολύ μεγαλύτερης ατμοσφαιρικής θέρμανσης εκεί.[97]
Το 2002 η παγοκρηπίδα Λάρσεν-Β της Ανταρκτικής Χερσονήσου κατέρρευσε.[98] Μεταξύ 28 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου 2008, περίπου 570 τ. χλμ. πάγου από την Παγοκρηπίδα Γουίλκινς στο νοτιοδυτικό τμήμα της χερσονήσου, κατέρρευσαν, θέτοντας σε κίνδυνο τα υπόλοιπα 15.000 τ. χλμ. παγοκρηπίδας. Ο πάγος κρατιόνταν από μία «κλωστή» πάγου πλάτους περίπου 6 χλμ.,[99][100] πριν την κατάρρευσή του στις 5 Απριλίου 2009.[101][102] Σύμφωνα με τηNASA, το πιο εκτεταμένο λιώσιμο στην επιφάνεια της Ανταρκτικής τα τελευταία 30 χρόνια συνέβη το 2005, όταν μία επιφάνεια περίπου στο μέγεθος της Καλιφόρνιας έλιωσε για λίγο και ξαναπάγωσε. Αυτό ενδέχεται να ήταν αποτέλεσμα της ανόδου της θερμοκρασίας ως και στους 5°C.[103]
Κάθε χρόνο αναπτύσσεται μία μεγάλη περιοχή χαμηλής συγκέντρωσης όζοντος ήτρύπα του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική. Η τρύπα αυτή καλύπτει σχεδόν όλη την ήπειρο και έφτασε στο μέγιστό της τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν η μεγαλύτερη σε διάρκεια καταγεγραμμένη τρύπα παρέμεινε μέχρι το τέλος του Δεκεμβρίου.[104] Η τρύπα εντοπίστηκε από επιστήμονες το 1985[105] και έχει τάσεις αύξησης. Η τρύπα του όζοντος αποδίδεται στις εκπομπέςχλωροφθορανθράκων ή CFC στηνατμόσφαιρα της Γης, οι οποίοι και αποσυνθέτουν το όζον σε άλλα αέρια.[106]
Κάποιες επιστημονικές μελέτες υποδεικνύουν ότι η τρύπα του όζοντος ενδέχεται να έχει κυρίαρχο ρόλο στην κλιματική αλλαγή στην Ανταρκτική (και την ευρύτερη περιοχή τουΝοτίου Ημισφαιρίου).[105] Τοόζον απορροφά μεγάλες ποσότητες υπεριώδους ακτινοβολίας στηστρατόσφαιρα. Η τρύπα του όζοντος μπορεί να προκαλέσει τοπική ψύχρανση περίπου 6°C στηστρατόσφαιρα. Αυτή η ψύχρανση έχει αποτέλεσμα την εντατικοποίηση των δυτικόστροφων ανέμων που πνέουν γύρω από την ήπειρο (οπολικός στρόβιλος) και αποτρέποντας έτσι την εκροή ψυχρού αέρα κοντά στονΝότιο Πόλο. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ηπειρωτική μάζα της παγοκρηπίδας της Ανατολικής Ανταρκτικής να κρατιέται σε χαμηλότερεςθερμοκρασίες, ενώ οι περιφερειακές περιοχές και ειδικότερα η Ανταρκτική Χερσόνησος να υποβάλλονται σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες, επιταχύνοντας το λιώσιμο των πάγων τους.[105] Κάποια μοντέλα υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος και του ενισχυμένου πολικού στροβίλου είναι η αιτία της πρόσφατης αύξησης τωνπαγόβουνων στις ακτές της ηπείρου.[107]
↑1,01,11,21,31,41,51,6United States Central Intelligence Agency (2011).«Antarctica».The World Factbook. Government of the United States. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 25 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2011.
↑«National Geophysical Data Center».National Satellite, Data, and Information Service. Government of the United States.Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2006.
↑John George Bartholomew and the naming of Antarctica, CAIRT Issue 13, National Library of Scotland, Ιούλιος 2008, ISSN 1477-4186, και επίσης«The Bartholomew Archive».
↑James Cook,The Journals, edited by Philip Edwards. Penguin Books, 2003, σ. 250.
↑U.S. Antarctic Program External Panel of the National Science Foundation.«Antarctica—Past and Present»(PDF). Government of the United States.Αρχειοθετήθηκε(PDF) από το πρωτότυπο στις 17 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2006.
↑Guthridge, Guy G.«Nathaniel Brown Palmer, 1799–1877». Government of the United States, National Aeronautics and Space Administration. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2006.
↑«Palmer Station». University of the City of San Diego. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2008.
↑Drewry, D. J., επιμ. (1983).Antarctica: Glaciological and Geophysical Folio. Scott Polar Research Institute, University of Cambridge.ISBN0-901021-04-0.
↑British Antarctic Survey.«Volcanoes». Natural Environment Research Council. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 11 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2006.
↑«Lake Vostok». United States National Science Foundation. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2006. καιBortman, Henry (13 Απριλίου 2001).«Focus on Europa». NASA. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2012.
↑British Antarctic Survey.«Land Animals of Antarctica». Natural Environment Research Council. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2008.
↑Sandro, Luke· Constible, Juanita.«Antarctic Bestiary – Terrestrial Animals». Laboratory for Ecophysiological Cryobiology, Miami University. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2011.
↑56,056,1British Antarctic Survey.«Plants of Antarctica». Natural Environment Research Council.Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2011.
↑«Toothfish». Australian Antarctic Division. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2011.
↑Rogan-Finnemore, Michelle (2005). «What Bioprospecting Means for Antarctica and the Southern Ocean». Στο: Barbara Von Tigerstrom, επιμ.International Law Issues in the South Pacific. Ashgate Publishing. σελ. 204.ISBN0-7546-4419-7. "Australia, New Zealand, France, Norway and the United Kingdom reciprocally recognize the validity of each other's claims." – Google Books link:[1][
↑«World Park Antarctica».Greenpeace.org. Greenpeace International. 25 Φεβρουαρίου 2010. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2011.
↑«Antarctic Treaty». Scientific Committee on Antarctic Research.Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Φεβρουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2006.
↑Morris, Michael (1988).The Strait of Magellan. Martinus Nijhoff Publishers. σελ. 219.ISBN0-7923-0181-1. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2010....Brazil has even designated a zone of Antarctic interest that overlaps the Argentine sector but not the Chilean one...
↑78,078,1«Antarctica».The World Factbook. United States Central Intelligence Agency. 2011. Αρχειοθετήθηκεαπό το πρωτότυπο στις 25 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2011. ...the US and Russia reserve the right to make claims...
↑91,091,191,2Rignot, E.; Bamber, J. L.; Van Den Broeke, M. R.; Davis, C.; Li, Y.; Van De Berg, W. J.; Van Meijgaard, E. (2008). «Recent Antarctic ice mass loss from radar interferometry and regional climate modelling». Nature Geoscience1 (2): 106. doi:10.1038/ngeo102.
↑Chen, J. L.; Wilson, C. R.; Tapley, B. D.; Blankenship, D.; Young, D. (2008). «Antarctic regional ice loss rates from GRACE». Earth and Planetary Science Letters266 (1–2): 140–148. doi:10.1016/j.epsl.2007.10.057. Bibcode: 2008E&PSL.266..140C.
↑Gillett, N. P.; Stone, D. I. A.; Stott, P. A.; Nozawa, T.; Karpechko, A. Y.; Hegerl, G. C.; Wehner, M. F.; Jones, P. D. (2008). «Attribution of polar warming to human influence». Nature Geoscience1 (11): 750. doi:10.1038/ngeo338.
↑Payne, A. J.; Vieli, A.; Shepherd, A. P.; Wingham, D. J.; Rignot, E. (2004). «Recent dramatic thinning of largest West Antarctic ice stream triggered by oceans». Geophysical Research Letters31 (23): L23401. doi:10.1029/2004GL021284. Bibcode: 2004GeoRL..3123401P.
↑Thoma, M.; Jenkins, A.; Holland, D.; Jacobs, S. (2008). «Modelling Circumpolar Deep Water intrusions on the Amundsen Sea continental shelf, Antarctica». Geophysical Research Letters35 (18): L18602. doi:10.1029/2008GL034939. Bibcode: 2008GeoRL..3518602T.
↑Pritchard, H., and D. G. Vaughan (2007). «Widespread acceleration of tidewater glaciers on the Antarctic Peninsula». Journal of Geophysical Research112. doi:10.1029/2006JF000597. Bibcode: 2007JGRF..11203S29P.
↑British Antarctic Survey, Meteorology and Ozone Monitoring Unit.«Antarctic Ozone». Natural Environment Research Council. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2009.
↑National Aeronautics and Space Administration, Advanced Supercomputing Division (NAS) (26 Ιουνίου 2001).«The Antarctic Ozone hole». Government of the United States.Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2009.
↑Turner J., Comiso J.C., Marshall G.J., Lachlan-Cope T.A., Bracegirdle T., Maksym T., Meredith M.P., Wang Z., Orr A. (2009). «Non-annular atmospheric circulation change induced by stratospheric ozone depletion and its role in the recent increase of Antarctic sea ice extent». Geophysical Research Letters36 (8): L08502. doi:10.1029/2009GL037524. Bibcode: 2009GeoRL..3608502T.